ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 11.40
Ο πάπας Φραγκίσκος, ο πρώτος Λατινοαμερικανός ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 88 ετών, σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε το Βατικανό. Η είδηση του θανάτου του έχει συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα.
“Αγαπητές αδελφές και αδελφοί, με βαθύ πόνο πρέπει να ανακοινώσω τον θάνατο του Αγίου Πατέρα μας Φραγκίσκου”, ανακοίνωσε ο καρδινάλιος Κέβιν Φάρελ στο τηλεοπτικό κανάλι του Βατικανού.
“Στις 7:35 σήμερα το πρωί, ο επίσκοπος της Ρώμης Φραγκίσκος επέστρεψε στον Οίκο του Πατρός. Το σύνολο της ζωής του αφιερώθηκε στην υπηρεσία προς τον Κύριο και την Εκκλησία του. Μας δίδαξε να ζούμε τις αξίες του Ευαγγελίου με πίστη, θάρρος και οικουμενική αγάπη. Ειδικά υπέρ των φτωχότερων και περιθωριοποιημένων. Με απεριόριστη ευγνωμοσύνη για το παράδειγμά του, πραγματικού μαθητή του Κυρίου Ιησού, παραδίδουμε την ψυχή του πάπα Φραγκίσκου στην πλήρη ελέους αγάπη του Θεού”.
Πιστοί έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται ήδη στο Βατικανό για να αποτίσουν φόρο τιμής.
Ο “πάπας των φτωχών”
O Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, ο πρώτος πάπας προερχόμενος από την Λατινική Αμερική, είχε γεννηθεί στις 17 Δεκεμβρίου του 1936 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Η οικογένειά του καταγόταν από το Πεδεμόντιο της βόρειας Ιταλίας: λογιστής στους αργεντίνικους σιδηρόδρομους ο πατέρας του, νοικοκυρά η μητέρα του.
Αφού πρώτα πήρε απολυτήριο τεχνικού λυκείου, αποφάσισε να μπει σε καθολική ιερατική σχολή. Στη συνέχεια έγινε μέλος του τάγματος των Ιησουιτών και σπούδασε φιλοσοφία. Το 1965 άρχισε να διδάσκει λογοτεχνία και ψυχολογία στο καθολικό κολέγιο του Σάντα Φε και, μετά από ένα χρόνο, σε θρησκευτικό ίδρυμα του Μπουένος Άιρες. Το 1969 χειροτονήθηκε ιερέας και έπειτα από ένα χρόνο ολοκλήρωσε και τις σπουδές του στην θεολογία.
Επί δεκαπέντε χρόνια δίδαξε σε καθολικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ το 1986 μετέβη στην Γερμανία, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό του. Το 1992 ορίσθηκε από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, επίσκοπος της πόλης ‘Αουκα και αναπληρωτής επίσκοπος του Μπουένος ‘Αιρες. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1992, επελέγη ως αρχιεπίσκοπος του Μπουένος ‘Αιρες και ολόκληρης της Αργεντινής.
Το 2001 ο Ιωάννης Παύλος ο Β’ τον όρισε καρδινάλιο και τον Απρίλιο του 2005 συμμετείχε στην εκλογή του πάπα Βενέδικτου από το Κονκλάβιο.
Ως αρχιεπίσκοπος του Μπουένος ‘Αιρες, έδωσε έμφαση στην στήριξη των φτωχότερων πολιτών, στην διάδοση του λόγου του Θεού σε κάθε γωνιά της πόλης, στο να παραμείνουν “πάντα ανοικτές” οι πύλες όλων των εκκλησιών και στην στενή συνεργασία κληρικών και λαϊκών.
Ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο εξελέγη πάπας στις 13 Μαρτίου του 2013. Αποφάσισε να επιλέξει το όνομα Φραγκίσκος -δίνοντας έμφαση, κυρίως, στον τίτλο του επισκόπου Ρώμης- και να φορέσει σιδερένιο και όχι χρυσό σταυρό. “Tα αδέλφια μου, οι καρδινάλιοι, για να διαλέξουν τον νέο πάπα, έφτασαν μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου”, είπε στον πρώτο χαιρετισμό του προς τους πιστούς.
Σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, αλλά και με τις καρδιές εκατομμυρίων πιστών, ήταν “ο πάπας των φτωχών“, ο ‘Αγιος Πατέρας των Καθολικών που έδωσε έμφαση στην βοήθεια και στην αλληλεγγύη προς τους μετανάστες, τους “τελευταίους” και τους ξεχασμένους. Έδωσε εντολή στις αρχές του Βατικανού να αφήνουν τους άστεγους να κοιμούνται στους δρόμους γύρω από τον ‘Αγιο Πέτρο, αλλά και μέσα στην Πλατεία της βασιλικής εκκλησίας. “Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω έναν ομοφυλόφιλο, όταν ο ίδιος αναζητά τον δρόμο του Θεού;”, ήταν η απάντηση που έδωσε σε δημοσιογράφο, επιστρέφοντας αεροπορικά από ένα από τα πρώτα ταξίδια του ως ποντίφικα.
Με αναφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στην ανθρωπιστική κρίση στην Γάζα, ο Φραγκίσκος επανέλαβε αμέτρητες φορές ότι “ο πόλεμος αποτελεί πάντα ήττα και κανείς δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνά”. Μια ημέρα μετά την έναρξη της ρωσικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας, ο Αργεντινός πάπας πήγε πεζός στην πρεσβεία της Ρωσίας παρά το Βατικανό για να ζητήσει με έμφαση από τον διπλωματικό εκπρόσωπο της Μόσχας να σιγήσουν τα όπλα.
Η σχέση του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ήταν στενότατη. Τον προσκάλεσε και τον είχε στο πλευρό του σε όλες τις πρωτοβουλίες διαθρησκειακού διαλόγου, αποκαλώντας τον “αγαπητό αδελφό”. Εμπνεύστηκε από το έργο του Οικουμενικού Πατριάρχη για την Εγκύκλιο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος “Laudato sii” και ετοιμαζόταν να τον συναντήσει, τον ερχόμενο Μάιο, στην Μικρά Ασία για τα 1.700 χρόνια από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Βαθιά του επιθυμία, όπως και του Προκαθήμενου της Ορθοδοξίας, ήταν να επιστρέψουν σύντομα οι δυο Εκκλησίες σε μόνιμο, κοινό εορτασμό του Πάσχα.
Δεν έλειψαν οι συγκρούσεις και οι επικριτές, εκείνοι που κατηγόρησαν τον λατινοαμερικανό πάπα, ότι δεν έδωσε το αναγκαίο βάρος στην ιεραρχία και στην τελετουργία, ότι μιλούσε μια γλώσσα υπερβολικά απλή η οποία θύμιζε, πολλές φορές, απλό ιερέα και όχι τον θρησκευτικό ταγό άνω του ενός δισεκατομμυρίου πιστών. Αυτή, όμως, ήταν η πραγματική δύναμη του Φραγκίσκου: η αναφορά στην ουσία του χριστιανικού μηνύματος, η επίγνωση ότι ένας καλός πιστός και άνθρωπος κρίνεται, πρώτα απ’ όλα, από την καθημερινή ζωή και τα έργα του. Μια στροφή προς μια αυθόρμητη, βαθιά ανθρωπιά, η οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ξεχαστεί τα επόμενα χρόνια από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
“Μετά τον πάπα Φραγκίσκο τι;”
Η συζήτηση για τη διαδοχή του είχε ξεκινήσει ήδη από τη νοσηλεία του. Όπως αναφέρει ο Κώστας Ράπτης στο Capital.gr, μόνοι αρμόδιοι για την εκλογή ποντίφηκα είναι οι επίσκοποι εκείνοι οι οποίοι έχουν λάβει τον προσωπικό τίτλο του καρδιναλίου και διορίζονται συμβολικά σε μία ενορία της Ρώμης, σε ένδειξη συνδέσμου με την Αγία Έδρα.
Για την εκλογή, το Κολλέγιο των Καρδιναλίων συνέρχεται σε κογκλάβιο, δηλ. σε συνθήκες οιονεί εγκλεισμού, με τη συμμετοχή μόνο των μελών του που δεν έχουν συμπληρώσει το 80ό έτος της ηλικίας τους. Αυτή τη στιγμή, ο αριθμός των καρδιναλίων εκλεκτόρων ανέρχεται σε 137, εκ των οποίων πέντε έχουν διορισθεί από τον Ιωάννη-Παύλο Β’ (ήτοι τον Πολωνό Κάρολ Βοϊτίλα, που υπήρξε πάπας από το 1978 έως το 2005), άλλοι 23 από τον Βενέδικτο ΙΣΤ’ (κατά κόσμον Γιόζεφ Ράτσινγκερ, ποντίφηκα από το 2005 έως το 2013) και οι υπόλοιποι επί Φραγκίσκου.
Σε δέκα τον αριθμό κονσιστόρια (ήτοι τελετές ανακηρύξεως νέων καρδιναλίων) από το 2014 μέχρι και τον περασμένο Δεκέμβριο, ο πάπας είχε φέρει σημαντικές ανατροπές, παρακάμπτοντας συχνά τους κατόχους επιφανών εδρών, όπως η Βενετία, το Μιλάνο, το Παρίσι ή το Λος Άντζελες, προς όφελος ιεραρχών από λ.χ. από το γραφικό Κόμο, τις νήσους Τόνγκα, την Αμαζονία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, καθώς και περιοχές χωρίς ιστορία ισχυρής ρωμαιοκαθολικής παρουσίας όπως η Στοκχόλμη, το Βελιγράδι, η Ούλαν Μπάτορ, η Τεχεράνη και το Ραμπάτ.
Συνολικά ο πάπας Φραγκίσκος είχε ενισχύσει τον ρόλο του πλανητικού Νότου (με την εκπροσώπηση 20 χωρών που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν αναδείξει καρδινάλιο), ιδίως της Ασίας, ενώ προώθησε πρωτίστως ανθρώπους με ποιμαντορική εμπειρία, αντί των γραφειοκρατών της Ρωμαϊκής Κουρίας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα “πολύχρωμο” Κολλέγιο, όπου τα μέλη του καλά καλά δεν γνωρίζουν ποιοι είναι και τι αντιπροσωπεύουν οι συνάδελφοί τους και αναζητούν τα βιογραφικά τους στο Διαδίκτυο. Συνεπώς πολλά θα αποφασίσουν οι ελάχιστοι που έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως “μεγάλοι εκλέκτορες”. Ένας από αυτούς είναι αναμφίβολα ο 70χρονος Κρατικός Γραμματέας της Αγίας Έδρας (οιονεί πρωθυπουργός και προεδρεύων στο επόμενο κογκλάβιο), καρδινάλιος Πιέτρο Παρολίν, εκ των πρωτεργατών των συμφωνιών Ομπάμα-Κούβας και Βατικανού-Πεκίνου, ο οποίος θα είχε την δυνατότητα να διεκδικήσει άνετα και την παπική έδρα, αν διέθετε ποιμαντορική εμπειρία και δεν είχε διανύσει όλη την σταδιοδρομία του στο βατικάνειο διπλωματικό σώμα.
Ένας άλλος kingmaker είναι ο διαπρεπής Δομινικανός θεολόγος Κρίστοφ Σένμπερν, μέχρι πρότινος αρχιεπίσκοπος της Βιέννης, ο οποίος στα κογκλάβια του 2005 και 2013 έριξε το βάρος του υπέρ των εντέλει εκλεγέντων. Το ότι ο Σένμπερν συμπλήρωσε φέτος τα 80 δεν μειώνει την επιρροή του: και ο 90χρονος τότε πρώην διπλωμάτης, καρδινάλιος Ακίλε Σιλβεστρίνι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εκλογή του Μπεργκόλιο το 2013.
Πολλά βλέμματα θα στραφούν για καθοδήγηση και στον 79χρονο Φερνάντο Φιλόνι, ο οποίος θα έχει θέση αντιπροέδρου στο κογκλάβιο και θα φέρει την διπλωματική του εμπειρία (υπήρξε ο μόνος ξένος πρεσβευτής που δεν εγκατέλειψε τη Βαγδάτη κατά την εισβολή στο Ιράκ το 2003) και τις διασυνδέσεις του με την ανά τον κόσμο εκκλησία ως διατελέσας υπεύθυνος για την Ιεραποστολή.
Κατά τη διάρκεια της χηρείας της έδρας (sede vacante), μόνος αξιωματούχος ο οποίος παραμένει στη θέση του και επιτρέπεται να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο κατά το κογκλάβιο είναι ο καρδινάλιος αρχιθαλαμηπόλος (camerlengo), εν προκειμένω ο επαινούμενος για τις διαχειριστικές του ικανότητες Ιρλανδο-Αμερικανός καρδινάλιος Μπράιαν Φάρελ.
Οι πιθανότεροι υποψήφιοι
Ο Ιταλοί συνηθίζουν να λένε, μεταφορικώς μιλώντας, ότι “μετά από κάθε χοντρό πάπα, βγαίνει ένας λεπτός πάπας”. Αν λοιπόν οι εκλέκτορες αναζητήσουν μια “διόρθωση” της κληρονομιάς του Φραγκίσκου επί το συντηρητικότερον, τα βλέμματα θα στραφούν στον αρχιεπίσκοπο Βουδαπέστης Πέτερ Έρντο. Αν πάλι επιδιώκουν την “συνέχεια”, θα έχουν να επιλέξουν μεταξύ του εμπίστου του νυν πάπα και αρχιεπισκόπου της Μπολόνια, Ματέο Τζούπι (ο οποίος προέρχεται από την ισχυρή, κεντροαριστερών τάσεων κληρικολαϊκή οργάνωση Σαντ’ Ετζίντιο, που ειδικεύεται σε διεθνείς ειρηνευτικές μεσολαβήσεις) και του πρώην αρχιεπισκόπου της Μανίλα, νυν επικεφαλής του πρώτου τη τάξει “υπουργείου” του Βατικανού, Αντόνιο Τάγκλε, ο οποίος συνδυάζει την προέλευση από το μεγαλύτερο καθολικό έθνος της Ασίας, με την εν μέρει κινεζική καταγωγή και τις σπουδές στις ΗΠΑ.
Ιταλός, αλλά όχι υπηρετών στην Ιταλία είναι και ο Λατίνος πατριάρχης Ιερουσαλήμ, Πιερμπατίστα Πιτσαμπάλλα, ο οποίος κινείται εκ της θέσεώς του σε ένα διπλωματικό ναρκοπέδιο και ειδικεύεται στις διαθρησκειακές σχέσεις. Σε ηλικία 60 ετών, θα μπορούσε να ελπίζει και για το μεθεπόμενο κογκλάβιο, αν και τίποτε πιο ταιριαστό για τη διαδοχή ενός Φραγκίσκου δεν θα υπήρχε από έναν… Φραγκισκανό.
Η επαναφορά της παπικής έδρας σε ιταλικά χέρια είναι πάντως κάτι το οποίο οι εκλέκτορες, ιδίως οι Βορειοαμερικανοί, απέτρεψαν το 2013, θεωρώντας βλαπτική για το δοκιμαζόμενο από σκάνδαλα Βατικανό την επιρροή των εν γένει ηθών της χερσονήσου. Ο Τάγκλε, πάλι, φέρεται να βλέπει εσχάτως πεσμένες τις μετοχές του, ενώ ως νέος ευνοούμενος του πάπα ακούγεται ο αρχιεπίσκοπος Μασσαλίας Ζαν Μαρκ Αβελίν.
Το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα, βέβαια, είναι πώς βλέπουν οι ιθύνοντες το μέλλον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην νέα διεθνή πραγματικότητα που σχηματίζεται, φέροντας το στίγμα του Ντόναλντ Τραμπ και του (προσήλυτου στον Καθολικισμό) αντιπροέδρου του, Τζ.Ντ. Βανς.
Ως θεσμός που εδρεύει στην Ευρώπη και μοιράζεται την προτίμησή της για την “πολυμέρεια”, ενώ ταυτόχρονα συγκεντρώνει το πλείστον των πιστών της στον πλανητικό Νότο, υπερασπιζόμενη τα δίκαια των μεταναστών, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βρίσκεται ήδη σε άβολη θέση μέσα στη νέα κατάσταση. Θα επιλέξει ευθυγράμμιση με το “πνεύμα” που πλέον εκπορεύεται από τη Ουάσιγκτον ή άραγε θα δοκιμάσει να αναδειχθεί σε “αντιρρησία”;