Στην πράξη, η δόμηση ενός ενοποιημένου και ενοποιητικού πλαισίου προσέγγισης της ανταγωνιστικότητας στην παγκοσμιοποίηση, αποδεικνύεται χρήσιμος για πολλούς λόγους.
Πρώτα απ’ όλα, μας δίνει την ευκαιρία να καταλάβουμε πως η ίδια η διεκδίκηση της ανταγωνιστικότητας ενός χωροθετημένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού προϋποθέτει, πλέον, την συστηματική αύξηση της ελκυστικότητας του. Δεν είναι δυνατόν να παράγεις / αναπαράγεις μια μακρόπνοη αναπτυξιακή προοπτική σε οποιονδήποτε κοινωνικοοικονομικό χώρο εν τη απουσία του ενεργού ενδιαφέροντος χωροθέτησης και λειτουργίας από την πλευρά των επιχειρήσεων (τοπικής, εθνικής και πολυεθνικής εμβέλειας). Δεν είναι δυνατόν να στηρίξεις ή να αναβαθμίσεις την αναπτυξιακή τροχιά ενός τόπου ανεξάρτητα από την έλκυση νέου επενδυτικού ενδιαφέροντος και την διατήρηση της βιωσιμότητας του ήδη εγκατεστημένου κλαδικού / διακλαδικού παραγωγικού συστήματος που φιλοξενεί.
Διότι, στην πράξη, οι επιχειρήσεις είναι πάντοτε αυτές που δίνουν δουλειές, παράγουν εισοδήματα, δημιουργούν πλούτο και φορολογικά έσοδα…
Χωρίς αυτές ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός εισέρχεται αναπότρεπτα κάποια στιγμή –ή παραμένει κολλημένος…- στον φαύλο κύκλο της υπανάπτυξης. Χωρίς βιώσιμες επιχειρήσεις, χωρίς χωροθετημένο παραγωγικό κλαδικό δυναμικό με προοπτικές ανταγωνιστικής επιβίωσης κάθε τόπος, κάθε χώρα αλυσοδένεται αναγκαστικά, και σε μακρόχρονη προοπτική, με την φτώχια, την οπισθοδρόμηση και την διαφθορά.
Αντίθετα, όταν ένας τόπος όντως καταφέρνει να έλκει νέο επιχειρηματικό ενδιαφέρον, καθώς νέες επιχειρήσεις δημιουργούνται η «εν δυνάμει» αναπτυξιακή δυναμική του απελευθερώνεται προοδευτικά: Νέες εξωτερικές οικονομίες δομούνται, νέες δυνατότητες συνεργασίας και σύμπραξης συστήνονται, νέες ευκαιρίες αναδύονται για όλα τα συστατικά μέρη του παραγωγικού και, κατ’ επέκταση, του κοινωνικού του κορμού…
Και έτσι και αυτή η ίδια η ελκυστικότητα ενός χώρου δεν μπορεί να είναι βιώσιμη και διαρκής εάν δεν βασίζεται σε ένα μηχανισμό ικανό να δομεί/ αναδομεί τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που μπορεί ο ίδιος κοινωνικοοικονομικός χώρος να προσφέρει αποτελεσματικά στους φορείς που επιλέγουν να λειτουργήσουν στο εσωτερικό του.
Σ’ αυτό το σημείο, γίνεται εντελώς απτό το γιατί δεν μπορεί κάποιος να διαιρεί αναλυτικά τις δύο όψεις του ενιαίου αναπτυξιακού φαινομένου: Ελκυστικότητα και ανταγωνιστικότητα: Η έλκυση επενδυτικών πρωτοβουλιών τονώνει την ανταγωνιστικότητα και η ανταγωνιστικότητα αναπαράγει την ελκυστικότητα ενός κοινωνικοοικονομικού χώρου, σε κάθε επίπεδο του. Και εδώ ένα ουσιωδέστατο ενάρετο αναπτυξιακό σπιράλ αποκρυσταλλώνεται. Πρόκειται, όμως, για ένα σπιράλ ιδιαιτέρως απαιτητικό στην σύσταση και την ενεργοποίηση του.
Στην πράξη, ο χώρος για να γίνει και να παραμείνει ανταγωνιστικός οφείλει να μπορεί να έλκει αποτελεσματικά το βιώσιμο επιχειρηματικό ενδιαφέρον σε παγκοσμιοποιημένους όρους και, αντίστροφα, για να έλκει αυτό το επιχειρηματικό ενδιαφέρον πρέπει να αποδεικνύει πως μπορεί να «στεγάσει» τις ανταγωνιστικές φιλοδοξίες των συστατικών του, πλέον σε μια παγκόσμια προοπτική. Και αυτό καθώς όλο και δυσκολότερα μπορεί να διαιρεθεί, πλέον, αυτό το επιχειρηματικό-επενδυτικό ενδιαφέρον σε στεγανούς και αυτονομημένους τοπικούς ή εθνικούς όρους. Καθώς, στην πράξη, ο στενός εθνικός προσδιορισμός κάθε επιχείρησης –ελληνική επιχείρηση, αμερικανική επιχείρηση, τούρκικη επιχείρηση…- χάνει προοδευτικά οποιαδήποτε οξυδέρκεια…
Έτσι όσο περισσότερο ελκυστικός για την επιχειρηματικότητα σε παγκοσμιοποιούμενος όρους εμφανίζεται ένας κοινωνικοοικονομικός χώρος τόσο περισσότερες ευκαιρίες έχει στο να αναβαθμίσει την αναπτυξιακή τροχιά του στο μέλλον.
Ο λιγότερο ελκυστικός περιορίζεται, αναγκαστικά, σε ένα αναπτυξιακό «παιχνίδι άμυνας» που μέρα με την ημέρα φαίνεται ότι γίνεται όλο και πιο δυσχερές: Ό,τι και να κάνει οποιαδήποτε «πυροσβεστική» κρατική παρέμβαση, ό,τι και να κάνει οποιαδήποτε επιμέρους επιχείρηση μόνη της δεν μπορεί να αντιστρέψει την τάση…
Αναπόφευκτα όλοι οι εθνοκεντρικοί, ενδοσκοπικοί και άκαμπτοι μηχανισμοί «ανάπτυξης» χάνουν βαθμιαία, στην εποχή μας, κάθε αποτελεσματικότητα…
Έτσι το ζήτημα της άρθρωσης αναπτυξιακής στρατηγικής μέσα στην παγκοσμιοποίηση λαμβάνει ένα νέο περιεχόμενο: Παύει να αφορά αποκλειστικά τον χώρο των εθνικών επιχειρήσεων και των εθνικών κρατικών μηχανισμών…
Και κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα νέο κομβικό ζητούμενο αποκρυσταλλώνεται: Κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, σε κάθε επίπεδο διαίρεσης του (τοπικό, εθνικό ή περιφερειακό) οφείλει, πλέον, να χαράξει την δικιά του συνεκτική στρατηγική έλκυσης της ανάπτυξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το θεωρητικό ζεύγος της ανταγωνιστικότητας και της ελκυστικότητας ενός αναπτυξιακού χώρου μέσα στην δυναμική της παγκοσμιοποίησης, όπως το αντιλαμβανόμαστε εδώ, εισάγει μια εντελώς νέα αντίληψη της χωρικής ανάπτυξης, πολύ πιο ανοικτής, προσαρμοστικής και ολοκληρωμένης από αυτήν του «παραδοσιακού εθνοκεντρισμού». Ο κοινωνικοοικονομικός χώρος παύει, μέσα στην προηγούμενη συλλογιστική, να είναι «κατ’ ανάγκην» ένα απλό ομοιόμορφο και παθητικό αντικείμενο, ιστορικά απολιθωμένο μέσα στα «εθνικά σύνορα του». Ο κοινωνικοοικονομικός χώρος καθίσταται πλέον αντιληπτός ως μια συνεχής και ενιαία διαλεκτική οντότητα, σε όλα τα επίπεδα έκφρασης του: ως τόπος, ως χώρα ή ως περιφερειακός σχηματισμός.
Σε αυτό το σημείο, όμως, απαιτείται και μια σημαντική υπογράμμιση. Είναι αναμφίβολο πως αυτή η ζητούμενη τόνωση της ελκυστικότητα του κοινωνικοοικονομικού χώρου σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει μονάχα «φθηνότερα μεροκάματα», ή «μεγαλύτερες επιχορηγήσεις», ή «πιο ελαστική περιβαλλοντική νομοθεσία» και πόσο μάλλον «καλπάζουσα κοινωνική αναλγησία», όπως ορισμένοι –και στην Ελλάδα, δυστυχώς, ιδιαιτέρως πολλοί…- πιστεύουν. Για να κανείς έναν κοινωνικοοικονομικό χώρο μακρόπνοα ελκυστικό στην παγκοσμιοποιούμενη επιχειρηματικότητα δεν απαιτείται να τον μεταμορφώσεις σε έναν «παράδεισο» ρεμούλας και κοινωνικής αναισθησίας: Ακριβώς το αντίθετο φαίνεται πως απαιτείται…
Και σε αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί πως η διεθνής αναπτυξιακή εμπειρία μέσα στην παγκοσμιοποίηση αποδεικνύει ξεκάθαρα πως οι βαθύτεροι και διαρκέστεροι παράγοντες έλκυσης του ποιοτικά ισχυρού επιχειρηματικού ενδιαφέροντος βρίσκονται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, από οποιονδήποτε «εργασιακό κανιβαλισμό». Βρίσκονται στην κατεύθυνση πολύπλευρης αξιοποίησης του συστήματος παραγωγής, αναπαραγωγής, διάχυσης και αφομοίωσης της δυναμικής της συλλογικής γνώσης και της καινοτομίας που του προσφέρει ο κοινωνικοοικονομικός χώρος που το φιλοξενεί.
Σε τελική ανάλυση, η ευρεία και πολύμορφη γνώση που διακρίνει τον περιβάλλοντα κοινωνικοοικονομικό χώρο, η δυνατότητα που αυτός έχει στο να αντλεί, να αφομοιώνει και να καλλιεργεί το νέο/ την καινοτομία, είναι αυτή που έλκει σήμερα το επιχειρηματικό ενδιαφέρον που διαθέτει ένα ισχυρό ποιοτικά και με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και περιεχόμενο. Γιατί το ευρύτερο δυναμικό τεχνογνωσίας και καινοτομίας που μπορεί να του προσφέρει ο συγκεκριμένος κοινωνικοοικονομικός χώρος είναι αυτό που αποτελεί, εν τέλει, το κυρίαρχο ζητούμενο των πιο προωθημένων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στις μέρες μας.
Και γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η ικανότητα καινοτομίας σε ευρύς γνωστικούς όρους –όχι σε στενά τεχνικούς, όχι, απλώς, σε όρους απόκτησης νέων μηχανών…- καθίσταται το ασφαλέστερο υπόστρωμα και ο διαρκέστερος κινητήρας της ανάπτυξης ενός τόπου μέσα στην παγκοσμιοποίηση…
Και αυτή εκτιμώ πως είναι η κεντρική αναπτυξιακή πρόκληση για την Ελλάδα του σήμερα…