Το παγκόσμιο ενδιαφέρον στρέφεται στο ενδεχόμενο στρατιωτικής σύρραξης στην Ουκρανία, αλλά την ίδια στιγμή ένας άλλο «πόλεμος» έχει ήδη ξεκινήσει και διεξάγεται αθόρυβα στο παρασκήνιο, εκείνος της ενέργειας.
Η ενεργειακή κρίση είχε ήδη εκτοξεύσει την τιμή του φυσικού αερίου (250% πάνω από ότι πριν δύο χρόνια), παρασύροντας και εκείνη του ηλεκτρικού ρεύματος (2,5 φορές πάνω η τιμή χονδρικής στην Ελλάδα το ίδιο διάστημα) φέρνοντας στο προσκήνιο τη μεγάλη εξάρτηση της Ευρώπης η οποία καλύπτει το 40% των αναγκών της με εισαγωγές από τη Ρωσία.
Το τελευταίο διάστημα όλα δείχνουν ότι η κατάσταση αυτή αλλάζει καθώς η Ευρώπη διακηρύσσει ότι αναδιατάσσει το ενεργειακό της προφίλ με σκοπό να μειωθεί η εξάρτηση και να αυξηθούν οι εισροές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προέλευσης ΗΠΑ ή χωρών που ανήκουν στην αμερικανική σφαίρα επιρροής.
Τον Ιανουάριο οι εισαγωγές LNG καλύφθηκαν κατά 60% από τις ΗΠΑ, ενώ την προηγούμενη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού έβαλαν στο αρχείο υπόθεση σε βάρος της Καταριανής εταιρείας QatarEnergy.
Η υπόθεση είχε ανοίξει το 2018 και υπό έρευνα ήταν πιθανές παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού από την εταιρεία στα μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου που είχε με ευρωπαϊκές εταιρείες.
Ο ρόλος του Κατάρ
Η υπόθεση ανταγωνισμού μπήκε στο αρχείο το τελευταίο διάστημα, καθώς το Κατάρ είναι ένας από τους λίγους παραγωγούς αερίου που είναι σε θέση να καλύψει πιθανά κενά εάν οι ρωσικές προμήθειες προς την Ευρώπη μειωθούν απότομα. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη θέσει στο Κατάρ το ζήτημα της αύξησης των εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, καθώς για να γίνει κάτι τέτοιο θα χρειαστούν συνεννοήσεις μεταξύ της QatarEnergy και των πελατών της στην Ασία, που απορροφούν μεγάλες ποσότητες.
Στον αντίποδα, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ένωσης Ενέργειας, το τέταρτο τρίμηνο του 2021 οι παραδόσεις ρωσικού αερίου προς τη Βορειοδυτική Ευρώπη ήταν 25% χαμηλότερες, ενώ ο επικεφαλής της ΔΕΕ Φατίχ Μπιρόλ δήλωσε προ ημερών ότι η Ρωσία διακρατούσε τουλάχιστον το ⅓ των ποσοτήτων που θα μπορούσε να παραδώσει, για να ασκήσει πίεση στις τιμές και στην Ευρώπη.
Οι Ρώσοι είχαν συνδέσει έμμεσα, αλλά ξεκάθαρα, την αποκλιμάκωση των τιμών με την έναρξη λειτουργίας του αγωγού Nordstream 2, ο οποίος έχει κατασκευαστεί για να μεταφέρει φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία, παρακάμπτοντας την Ουκρανία.
Η κατασκευή του αγωγού έχει ολοκληρωθεί αλλά δεν έχει ακόμη εγκριθεί η λειτουργία του από τις γερμανικές αρχές καθώς η ιδιοκτησία του ταυτίζεται με τον προμηθευτή του αερίου που είναι η ρωσική Gazprom, κάτι που απαγορεύεται από τους κανόνες ανταγωνισμού.
Αντίθεση των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ ήταν εξαρχής αντίθετοι με τη λειτουργία του αγωγού, αλλά η ολοκλήρωσή του υποστηρίχθηκε σθεναρά από την γερμανική κυβέρνηση επί καγκελαρίας Άνγκελας Μέρκελ.
Οι Αμερικανοί βλέπουν με κακό μάτι την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο, ενώ εκτιμούν ότι ο Nordstream 2 θα υποβαθμίσει το ρόλο της Ουκρανίας ως στρατηγικό κόμβο από όπου σήμερα διέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εξαγωγών, καθιστώντας τη χώρα πιο ευάλωτη σε ρωσική εισβολή.
Ήδη τις τελευταίες ημέρες η ρητορική από την πλευρά της Ε.Ε. υποδεικνύει ότι γίνεται μια στροφή στο ενεργειακό της προφίλ, με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να δηλώνει ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια πιθανή διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου χάρη στη βοήθεια εναλλακτικών προμηθευτών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, και ότι η ευρωπαϊκή ενεργειακή υποδομή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη και για την παροχή φυσικού αερίου στην Ουκρανία, εάν χρειαστεί.
«Ακόμη και σε περίπτωση πλήρους διακοπής της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, είμαστε στην ασφαλή πλευρά για αυτόν τον χειμώνα», είπε η φον ντερ Λάιεν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, σημειώνοντας ότι οι Βρυξέλλες έχουν ήδη διαφοροποιήσει τους προμηθευτές φυσικού αερίου για να είναι έτοιμοι σε περίπτωση που η Gazprom «κλείσει την κάνουλα».
Των δηλώσεων αυτών είχε προηγηθεί η Ευρω-Αμερικανική Ενεργειακή Διάσκεψη στην Ουάσιγκτον, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των δύο πλευρών αλλά και των μεγάλων πολυεθνικών της ενέργειας όπως η ExxonMobil, η Chevron, η Shell, η Cheniere Energy με αντικείμενο ακριβώς την αύξηση των εξαγωγών LNG στην ευρωπαϊκή αγορά.
Σύμφωνα με έκθεση της Citi, η Ευρώπη θα μπορούσε να υποκαταστήσει τα ⅔ του φυσικού αερίου που εισάγει από τη Ρωσία, αλλά κάτι τέτοιο θα γινόταν σε υψηλότερες τιμές και θα χρειαζόταν διακρατικές και επιχειρηματικές συνεννοήσεις και προγραμματισμός.
Η κρίση στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει νέες αβεβαιότητες, ιδιαίτερα στη Γερμανία, η οποία είναι μεγάλος πελάτης του ρωσικού αερίου.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε σε συνέντευξή του στους Financial Times ότι η Ρωσία ήταν πάντα αξιόπιστος προμηθευτής φυσικού αερίου ακόμα και στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου με την τότε Σοβιετική Ένωση. Αυτό όμως θα μπορούσε να αλλάξει, σύμφωνα με τον κ. Λίντνερ, εφόσον υπάρξει εισβολή στην Ουκρανία και εφαρμοστούν κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.