Η Γερμανία οδηγείται σε πρόωρες εκλογές εντός του 2025, απόρροια της κατάρρευσης του κυβερνητικού συνασπισμού, τη στιγμή που η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ στη Γαλλία γίνεται η πρώτη που πέφτει με πρόταση μομφής από το 1962 μετά την ανατροπή της από την Ακροδεξιά και τον αριστερό συνασπισμό.
Οι καιροί αποδεικνύονται δύσκολοι για συνεργασίες και συναινέσεις στη Γηραιά Ηπειρο. Οι αυξανόμενες ανισότητες και η αδυναμία των σύγχρονων οικονομιών να λειτουργήσουν συμπεριληπτικά ενσωματώνοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα και επαγγελματικές ομάδες απειλούν τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών και καθιστούν δύσκολες, αν όχι ανέφικτες, πολιτικές συμμαχίες που ούτως ή άλλως είναι από τη φύση τους ανταγωνιστικές και εύθραυστες.
Κι αν αυτά συμβαίνουν σε ώριμες κοινοβουλευτικά δημοκρατίες ή έστω πιο δεκτικές και προσαρμοσμένες σε τέτοιου είδους κυβερνητικά σχήματα, τι τύχη μπορεί να έχει ένα τέτοιο συνεργατικό εγχείρημα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου οι συνεργασίες προκύπτουν ως αναγκαίο κακό και η πρότερη ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιου είδους κυβερνήσεις είναι επί της ουσίας ειδικού σκοπού, χωρίς μακροπρόθεσμο ορίζοντα;
Η συζήτηση έχει ξεκινήσει πρόωρα και εδράζεται στην εικόνα που εμφανίζει το κομματικό σύστημα μετά τις ευρωεκλογές, εικόνα που συνεχίζει να επιβεβαιώνεται δημοσκοπικά μετά και τη νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ που έφερε το ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων. Κάποιος θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί ότι η σημερινή μορφή του πολιτικού συστήματος είναι πλουραλιστική, η ουσία όμως είναι ότι αρχίζει να διαχέεται ο φόβος της ακυβερνησίας μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Η συζήτηση, όπως είπαμε, είναι σίγουρα πρόωρη και εμπεριέχει μεγάλες δόσεις σεναριολογίας. Τροφοδοτεί ωστόσο τον προβληματισμό για το αν στη χώρα μπορούν να μακροημερεύσουν και να είναι αποτελεσματικές μόνο οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις ή αν μπορεί τελικά να ευδοκιμήσει μία προγραμματική κυβερνητική συμμαχία που θα είχε πολιτικό περιεχόμενο και μεταρρυθμιστική κατεύθυνση.
Η συγκεκριμένη προβληματική έχει περάσει από πολλές διακυμάνσεις τα τελευταία 15 χρόνια. Με την είσοδο της χώρας στη μνημονιακή περίοδο η κοινή γνώμη έβλεπε πλειοψηφικά ως λύση τις συμμαχικές κυβερνήσεις, γεγονός ωστόσο που δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη, αφού οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί τις κατέστησαν περισσότερο πεδίο άσκησης ισορροπιών και πολύ λιγότερο πηγή κυβερνητικής πολιτικής. Επιπλέον ο αντίκτυπος για τους μικρότερους κυβερνητικούς εταίρους ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις οδυνηρός, με αποτέλεσμα η εκλογή της αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ να φαντάζει ως η θεραπεία στα αδιέξοδα που είχαν προκληθεί τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στις διπλές εκλογές του 2023 επιβραβεύοντας τη στρατηγική επιλογή Μητσοτάκη που έθεσε το δίλημμα σταθερότητα ή ακυβερνησία και το κέρδισε. Το ζητούμενο είναι αν η ΝΔ μπορεί να επαναλάβει το ίδιο ερώτημα και στην επόμενη εθνική κάλπη και αν παραμένει η μόνη δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα.
Προς το παρόν όλοι ξορκίζουν τις συνεργασίες και προτάσσουν την αυτόνομη πορεία. Τα γεγονότα όμως έχουν την τάση να επιμένουν.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών της GPO