Το 2017, οι ηγέτες της Ευρώπης θα αντιμετωπίσουν μια σειρά σημαντικών δοκιμασιών, συμπεριλαμβανομένων των αβέβαιων εκλογικών αναμετρήσεων με τη συμμετοχή λαϊκιστικών κινημάτων, των περίπλοκων διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ενός νέου αμερικανού προέδρου ο οποίος θεωρεί πως η διατλαντική συμμαχία είναι «ξεπερασμένη».
Ωστόσο, παρ’ όλες αυτές τις προκλήσεις, οι ηγέτες της ΕΕ θα έχουν επίσης την ευκαιρία να δυναμώσουν τη χτυπημένη τους ένωση και να ενισχύσουν τους θεσμούς της. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να επικεντρωθούν στην επαναφορά της αξιοπιστίας του τραπεζικού τομέα, παρέχοντάς του περισσότερα κεφάλαια και καλύτερη επιτήρηση. Ακόμη κι αν δεν πετύχουν πρόοδο σε τίποτε άλλο, η επίτευξη αυτού του στόχου μπορεί να κάνει το 2017 μια πραγματικά καλή χρονιά.
Οι τράπεζες της Ευρώπης είχαν πάντα κεντρικό ρόλο στην οικονομία της ηπείρου. Στη Γαλλία και τη Γερμανία, τα τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία φτάνουν στο 350-400% του ΑΕΠ, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιστοιχούν σε ελάχιστα περισσότερο από 100% του ΑΕΠ. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008,οι πιο αδύναμες τράπεζες της ευρωζώνης λύγισαν γρήγορα κάτω από το βάρος των επισφαλών τους δανείων, και απείλησαν να συμπαρασύρουν και τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Με την πιστοληπτική ικανότητα πολλών χωρών υπό αμφισβήτηση, ακόμη και οι ισχυρές τράπεζες πιάστηκαν σε έναν «φαύλο κύκλο», καθώς δέχτηκαν απώλειες από την κατάρρευση του δημόσιου χρέους στα λογιστικά τους βιβλία.
Κατά ειρωνική συγκυρία, η αλληλεξάρτηση των τραπεζών της ευρωζώνης είναι αυτό που τελικά την έσωσε. Επειδή οι ιρλανδικές, πορτογαλικές και ελληνικές τράπεζες χρωστούσαν κυρίως σε γερμανικές, γαλλικές και ολλανδικές τράπεζες, τα εξωτερικά σοκ των πιο αδύναμων τραπεζών και οικονομιών μοιράστηκαν άμεσα από τις πιο ισχυρές. Αυτό ανάγκασε όλους τους μετόχους να συνεργαστούν για μια κοινή ανταπάντηση, παρά τα πολιτικά κόστη. Εάν δεν είχαν κινδυνεύσει όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οικονομίες, είναι δύσκολο να φανταστούμε πως οι ευρωπαίοι ηγέτες θα είχαν συμφωνήσει σε στήριγμα 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Την ίδια στιγμή, το ενοποιημένο σύστημα πληρωμών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επέτρεψε να συνεχιστούν οι τακτικές μεταφορές ανάμεσα στις περιφερειακές και τις κεντρικές τράπεζες, κάτι που συντήρησε την εμπορική δραστηριότητα και τη χρηματοδότηση κατά τα χειρότερα σημεία της κρίσης. Η ΕΚΤ διατήρησε επίσης τη στήριξη ρευστότητας – αν και όχι πάντα γενναιόδωρα και αξιόπιστα – και τελικά δεσμεύτηκε να παρέμβει για την εξυγίανση των απειλούμενων θεσμών, ανακουφίζοντας έτσι την αναστάτωση στην αγορά. Ενώ οι πολιτικοί ηγέτες διαμαρτύρονταν για τη νομιμότητα των διακρατικών δανείων, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ελάφρυναν το χτύπημα του παγκόσμιου σοκ.
Οι οικονομολόγοι τείνουν να συμφωνούν πως μια «βέλτιστη νομισματική ένωση» προϋποθέτει χαρακτηριστικά όπως υψηλή κινητικότητα εργαζομένων, κοινή δημοσιονομική επιτήρηση και συγχρονισμένους επιχειρηματικούς κύκλους – από τα οποία η ευρωζώνη δεν έχει κανένα. Όμως όπως αποκάλυψε η χρηματοπιστωτική κρίση, οι ενοποιημένες τράπεζες και χρηματοπιστωτικές αγορές μπορούν επίσης να αποτελέσουν πηγή ανθεκτικότητας.
Σε αντίθεση με πολλές προβλέψεις, η ευρωζώνη δεν κατέρρευσε αναπόφευκτα. Αντίθετα, ενισχύθηκε αδιαμφισβήτητα από την αντίδραση που βελτίωσε την επιτήρηση, ενίσχυσε τους θεσμούς και συγκέντρωσε τους πόρους. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι οι ρυθμιστές της ευρωζώνης μπορούν τώρα να επιβλέψουν και, εάν είναι απαραίτητο, να παρέμβουν εκ μέρους των μεγαλύτερων τραπεζών της νομισματικής ένωσης.
Φυσικά, η κρίση, μαζί με την αδεξιότητα των ευρωπαϊκών θεσμών, έχει επίσης προκαλέσει μια σημαντική αντίδραση ανάμεσα στους ψηφοφόρους, κάποιοι από τους οποίους αμφιβάλουν πως το κοινό νόμισμα μπορεί να αποφέρει ευημερία. Πράγματι, απλά επειδή το ευρώ επιβίωσε από την τελευταία κρίση, δε σημαίνει πως θα επιβιώσει και από την επόμενη.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στο σημερινό ανήσυχο πολιτικό κλίμα, οι ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να σημειώσουν πρόοδο εάν αφήσουν στην άκρη μεγάλες, μη ρεαλιστικές προτάσεις από τους ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών ή τις πιο παρεμβατικές διερευνήσεις των οικονομικών πολιτικών των χωρών. Αντίθετα, πρέπει να εστιάσουν στην ενδυνάμωση των εγγενών δυνατών σημείων του κοινού νομίσματος, μεταξύ άλλων δημιουργώντας ένα αξιόπιστο σχέδιο για την εκκαθάριση των επισφαλών δανείων από τους ισολογισμούς των ιταλικών και των πορτογαλικών τραπεζών. Ιδανικά, ένα τέτοιο σχέδιο θα συμπεριλαμβάνει ευρωπαϊκούς πόρους και τοπικές μεταρρυθμίσεις, και θα αντιμετωπίσει τις ατέλειες του καθεστώτος μη φερεγγυότητας, ώστε οι τράπεζες να μη βαραίνονται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όσο περιμένουν δικαστική έγκριση για τη μετατροπή εγγυήσεων.
Για να βελτιώσουν την εμπιστοσύνη στο συνολικό σύστημα, οι πολιτικοί παράγοντες θα πρέπει να βάλουν όρια στην έκθεση των τραπεζών σε δημόσια χρέη, κάτι που θα δώσει τέλος στον φαύλο κύκλο και θα επιτρέψει τη ροή περισσότερων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης της ΕΕ. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα μπορούσε να παρέμβει και να αναδιαρθρώσει μερικές μεσαίου μεγέθους τράπεζες, απλά για να τους δείξει ότι μπορεί.
Τέλος, οι πολιτικοί παράγοντες θα πρέπει να ενθαρρύνουν την περαιτέρω ενοποίηση των κεφαλαιαγορών, κάτι που θα ενίσχυε το ευρώ, θα βελτίωνε τη διασυνοριακή ανάληψη ρίσκου, θα διαφοροποιούσε τις πηγές χρηματοδότησης, και θα επέκτεινε την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Αυτό θα γίνει ακόμη πιο σημαντικό αφού το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει από την κοινή αγορά.
Το σημερινό πολιτικό κλίμα περιορίζει τις πιθανότητες διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της δημοσιονομικής συγκέντρωσης και της βελτιωμένης κινητικότητας των εργαζομένων. Εάν όμως οι ευρωπαίοι ηγέτες μπορέσουν να ενισχύσουν την τραπεζική ένωση, θα υπάρχει ακόμη ελπίδα για το μέλλον της ευρωζώνης.
Η Ευρώπη έχει περάσει μια περίοδο οικονομικής εκπαίδευσης. Οι πολιτικοί ηγέτες αναγκάστηκαν από τις παγκόσμιες αγορές να πάρουν δύσκολα βήματα για να ενισχύσουν τη νομισματική ένωση, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουν πως ένα χαρακτηριστικό του προβλήματος – η αλληλεξάρτηση των τραπεζών και των αγορών – υποδεικνύει επίσης μία λύση, και πιθανότατα θα προωθήσει περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
Η λήψη μέτρων για την περαιτέρω ενοποίηση της τραπεζικής ένωσης και των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών μπορεί να μην είναι αρκετή για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του ευρώ, όμως είναι απαραίτητο να γίνει. Και σε αυτούς τους πολιτικά ταραχώδεις καιρούς, είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή.