Τα ανεπίσημα έγγραφα με τις αλλαγές για την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΕΚΤ. Για προληπτικούς λόγους και όσο διαρκεί η αβεβαιότητα λόγω της πανδημίας, η ΕΚΤ αποφάσισε τη χρονική επέκταση των διαφόρων προγραμμάτων ρευστότητας κατά ένα έτος και μέχρι τα μέσα του 2022, ενώ παράλληλα αύξησε το ποσοστό χρηματοδότησης ανά τράπεζα κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι προειδοποιήσεις του SSM, την περασμένη εβδομάδα, όταν ο επικεφαλής του, Ανδρέα Ενρία τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας πανευρωπαϊκού δικτύου κακών τραπεζών. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Φρανκφούρτη, ο επικεφαλής του SSM τάχθηκε υπέρ της πρότασης της Κομισιόν για τη δημιουργία εθνικών bad banks, επισημαίνοντας ότι αποτελούν αναγκαίο προληπτικό μέτρο ειδικά στην περίπτωση που τα κόκκινα δάνεια αυξάνονται και δεν επαληθευτούν οι θετικές εκτιμήσεις για τις αγορές.
Μάλιστα, ο κ. Ενρία, δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ και για τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής bad bank, μολονότι η Κομισιόν και τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα έχουν αποκλείσει μία τέτοια περίπτωση. Υπενθυμίζεται ότι την ανάγκη “bad bank” υποστηρίζει και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία έχει ήδη ετοιμάσει σχετική πρόταση και την έχει υποβάλει στα ευρωπαϊκά όργανα, την κυβέρνηση και τις τράπεζες.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων, υποστήριξε ότι “είμαι ικανοποιημένος που η Κομισιόν έθεσε το θέμα για για τις εταιρείες διαχείρισης ενεργητικού (σ.σ. ACM ή “κακές τράπεζες”) στις συστάσεις της για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα”.
Το κείμενο εργασίας της Κομισιόν είχε συζητηθεί στο Eurogroup της 30ης Νοεμβρίου 2020 και το παρουσίασε το Capital.gr πριν από την επίσημη ανακοίνωση της Κομισιόν για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, τις νέες συστάσεις δικτύου εθνικών “κακών τραπεζών” και τη δημιουργία πανευρωπαϊκού κόμβου ανταλλαγής και παρακολούθησης δεδομένων για τα κόκκινα δάνεια τον Δεκέμβριο του 2020.
Ο επικεφαλής του SSM, στη συνέντευξη Τύπου μετά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ετήσιας έκθεσης SREP 2020 (Supervisory Review and Evaluation Process 2020) δήλωσε ότι η πρόταση της Κομισιόν ήταν χρήσιμη προκειμένου να φέρει το θέμα στο τραπέζι των συζητήσεων. “Ας είμαι ξεκάθαρος”, είπε και πρόσθεσε: “Ελπίζω ότι δεν θα υπάρξει η ανάγκη για εταιρείες διαχείρισης ενεργητικού, καθώς πιστεύω ότι οι σχετικά θετικές προβλέψεις των αναλυτών θα είναι σωστές και ότι εμείς είμαστε λίγο πιο συγκρατημένοι στις παραδοχές για τον πιστωτικό κίνδυνο. Αλλά, πραγματικά, αν δούμε σημαντική αύξηση των κόκκινων δανείων, πιστεύω ότι είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε προετοιμασίες προς αυτή την κατεύθυνση.”
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προβλέπει ότι “με βάση τα οικονομετρικά μοντέλα της για τον υπολογισμό των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και τις πρόσφατες μακροοικονομικές παραδοχές, είναι για 8 – 10 δισ. ευρώ νέων ΜΕΔ το 2021, χωρίς να είναι δυνατή η εκτίμηση του πληθυσμού που θα προέλθει από τους ενήμερους δανειολήπτες σε καθεστώς αναβολής πληρωμών”. Στην ίδια έκθεση προβλέπει ανάπτυξη 4,2% το 2021 και 4,8% το 2022, ύστερα από ύφεση 10% το 2020.
“Γιατί όχι και πανευρωπαϊκή bad bank”
Στο δίλημμα πανευρωπαϊκή ή εθνική “bad bank”, ο πρόεδρος του SSM παραθέτει την προσωπική του άποψη λέγοντας το εξής: “Δεν έχω πειστεί από τα επιχειρήματα κατά μιας ευρωπαϊκής ACM. Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από χώρα σε χώρα και ότι δεν μπορεί να γίνει η διαχείρισή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό που βλέπω είναι ότι η πλειονότητα των επενδυτών και διαχειριστών κόκκινων δανείων, στην πλειονότητά τους, αντιμετωπίζουν όλα τα δάνεια αυτά μιας περιοχής συνολικά. Εάν αυτό μπορεί να γίνεται από ιδιώτες αγοραστές (κόκκινων δανείων), δεν καταλαβαίνει γιατί μία εταιρεία διαχείρισης ενεργητικού (σ.σ. ACM ή bad bank) δεν μπορεί να κάνει το ίδιο”.
Ωστόσο, ο κ. Ενρία δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις ανησυχίες περί κρατικών ενισχύσεων και αμοιβαιοποίησης των ζημιών μεταξύ των κρατών-μελών, κάτι το οποίο είναι πολιτικά πολύ δύσκολο. “Αλλά, στην πρότασή μου, πάντα αναφέρω ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα σχήμα που δεν θα μοιράζει πιθανές ζημιές μεταξύ των κρατών-μελών. Και σε κάθε περίπτωση, καλά σχεδιασμένες κακές τράπεζες δεν θα πρέπει να δημιουργούν ζημιές μακροπρόθεσμα, αλλά να μπορούν να ταξινομούνται σε επίπεδο κρατών-μελών. Δεν έχω πειστεί από τα επιχειρήματα κατά της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής “κακής τράπεζας”, αλλά επίσης πιστεύω ότι κακές τράπεζες σε εθνικό επίπεδο θα είναι χρήσιμες. Καταλαβαίνω ότι η ιδέα για ευρωπαϊκή “κακή τράπεζα” δεν υποστηρίζεται. Δεν πειράζει. Έχοντας εθνικές κακές τράπεζες θα μπορούσαν να αποτελούν μια θετική προοπτική εάν βρεθούμε ενώπιον αύξησης κόκκινων δανείων”.
Ο κ. Ενρία, επίσης, αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις και τους όρους που έχει θέσει στη σχετική συζήτηση στην Ε.Ε. “Αυτό που ανέφερα σε όλη αυτή τη συζήτηση είναι ότι αν κάποιος προχωρήσει σε εθνική κακή τράπεζα, θα είναι σημαντικό να υπάρχουν κοινά κριτήρια που θα εξασφαλίζουν ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της μείωσης των κόκκινων δανείων, με τρόπο συμβατό με κάθε κράτος-μέλος, όπου θα έχει την έδρα της. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσα στα ζητήματα της τιμολόγησης (σσ. των κόκκινων δανείων) και της χρηματοδότησης (σ.σ. των κακών τραπεζών). Αυτά τα δύο ζητήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι ευρωπαϊκός παράγοντας κρίσιμης σημασίας στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα”, κατέληξε ο κ. Ενρία.
Η πρόταση της ΤτΕ
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, “με γνώμονα την υφιστάμενη κατάσταση, οι σημαντικές θεσμικές αλλαγές που έχουν γίνει, τόσο το 2020, όπως η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου και η ενεργοποίηση του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (σ.σ. Ηρακλής) (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), όσο και τα προηγούμενα χρόνια προς τη κατεύθυνση επίλυσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) είναι ορθές, αλλά δεν επαρκούν. Για τον λόγο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η υιοθέτηση ενός κεντρικού σχήματος διαχείρισης των ΜΕΔ, αποτελεί μία στρατηγική η οποία στοχεύει στην επίλυση συνολικά των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Παρέχει τη δυνατότητα για ανάταξη του τραπεζικού τομέα με πλήρη εξυγίανση του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα των ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Τα κύρια σημεία της πρότασης της Τράπεζας της Ελλάδος για την “κακή τράπεζα”, η οποία μπορεί να λειτουργήσει άμεσα μαζί με τον Ηρακλή και να απορροφήσει κόκκινα δάνεια 40 δισ. ευρώ είναι τα εξής:
1. Οι τράπεζες μπορούν εθελοντικά να μεταφέρουν τα κόκκινα δάνεια στη νέα ιδιωτική-κρατική “κακή τράπεζα” (AMC) στην καθαρή λογιστική τους αξίας και ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισης θα αναλάβουν την είσπραξή τους.
2. Η bad bank από την πλευρά της θα τιτλοποιεί τα κόκκινα δάνεια και θα μεταφέρει τα senior ομόλογα (υψηλή διαβάθμιση) στις τράπεζες (σε αντάλλαγμα για τα κόκκινα δάνεια), ενώ θα πουλά τα μεσαίας (mezzanine) και χαμηλής (junior) διαβάθμισης σε ιδιώτες επενδυτές.
3. Το ελληνικό Δημόσιο θα εγγυάται τη διαφορά μεταξύ της καθαρής λογιστικής αξίας των τίτλων και της τρέχουσας τιμής τους (market price των κόκκινων δανείων).
4. Σε αντάλλαγμα, το ελληνικό Δημόσιο θα λαμβάνει έσοδα από τις τιτλοποιήσεις μέσω της “κακής τράπεζας”, προμήθεια για κάθε εγγύηση, και ετήσια πληρωμή από τις τράπεζες σε μετρητά από τη διαγραφή της αναβαλλόμενης φορολογίας. Το τελευταίο θα γίνεται σταδιακά μέχρι τη λήξη των τίτλων που θα εκδίδει η κακή τράπεζα.
5. Οι τράπεζες θα μπορούν ταυτόχρονα να αποαναγνωρίζουν κόκκινα δάνεια και μειώνουν τις απαιτήσεις από αναβαλλόμενη φορολογία στα κεφάλαιά τους.
Σε ό,τι αφορά πιο συγκεκριμένα για τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας, η πρόταση της ΤτΕ συνοπτικά:
* Προκρίνει τη μεταφορά σε ποσοστό μέχρι το 100% του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ, καθώς και των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν μετά το πέρας της πανδημίας, στην AMC.
* Αξιοποιεί τις υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών και τη συμμετοχή τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ, δεδομένου ότι προβλέπει τη μεταφορά των υφιστάμενων σχέσεων παράλληλα με το απόθεμα ΜΕΔ στην AMC.
* Επιτρέπει την κατάρτιση συναλλαγών τιτλοποιήσεων αμιγώς με όρους αγοράς με τη διάθεση του μεγαλύτερου τμήματος των υπό έκδοση τίτλων σε επενδυτές, επιταχύνοντας την εξυγίανση των τραπεζών.
* Διαφοροποιεί τις πηγές εσόδων της αποζημίωσης που λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο, σε αντιστάθμιση για τη χορήγηση εγγύησης. Πρωτίστως, με τη μορφή φορολογικών εσόδων σχετιζόμενων με το ύψος της ονομαστικής αξίας των υπό μεταφορά ΜΕΔ προς την AMC. Δευτερευόντως, με ταμειακή μορφή μέσω ενός σταθερού επιτοκιακού εσόδου υπολογισμένου επί του ποσού της ονομαστικής χορηγηθείσας εγγύησης και, τέλος, με τη μορφή τίτλων από τις τιτλοποιήσεις. Αυτή η πηγή εσόδων αποσκοπεί στη λήψη από το Δημόσιο της όποιας πιθανής υπεραξίας από την υπεραπόδοση στο επίπεδο του ποσοστού εισπράξεων (collection rate) των τιτλοποιημένων απαιτήσεων.
* Προσδιορίζει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καταλογίζονται στις τράπεζες και καλύπτονται αποκλειστικά από αυτές και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο.
* Αναλώνει, για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, το τμήμα των εποπτικών τους κεφαλαίων το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο την αναβαλλόμενη οριστική και εκκαθαρισμένη φορολογική απαίτηση (DTC), με την ενεργοποίηση μηχανισμού συμψηφισμού με ενδεχόμενες ζημίες, και όχι το τμήμα των λοιπών στοιχείων του Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1).
* Διευκολύνει το τραπεζικό σύστημα με τη χορήγηση της δυνατότητας σταδιακής καταβολής του κόστους εξυγίανσης σε βάθος πενταετίας, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να διαμορφωθεί ένας ομαλός οδικός χάρτης επαναφοράς σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
* Απελευθερώνει χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο της ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.
Διαβάστε επίσης: