Της Ελευθερίας Κούρταλη
Έπειτα από τις πρώτες ημέρες 100 του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στα μέσα της περασμένης εβδομάδας και μάλιστα στις 30 Απριλίου, την ημέρα που ανακοινώθηκε ότι η αμερικάνικη οικονομία συρρικνώθηκε στο α’ τρίμηνο, οι επενδυτές επαναξιολογούν το “brand USA”, με τις ευρωπαϊκές αγορές να έχουν επωφεληθεί από την αλλαγή κατεύθυνσης των ροών κεφαλαίων, οι οποίες στρέφονται μακριά από τις ΗΠΑ και προς άλλες αγορές, κάτι που σύμφωνα με εγχώριους αναλυτές αναμένεται να στηρίξει και το Ελληνικό Χρηματιστήριο. Σε συνδυασμό με άλλους υποστηρικτικούς “δικούς” του παράγοντες, το Χ.Α., όπως εκτιμούν, είναι πιθανό να δει σύντομα τα πρόσφατα υψηλά και να χαράξει πορεία προς ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Ένα ιδιαίτερα επίπονο τρενάκι του τρόμου κατά τις πρώτες 100 ημέρες της κυβέρνησης Τραμπ έχει οδηγήσει αρκετούς επενδυτές να απομακρυνθούν από τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, και μένει να φανεί αν οι πολιτικές του έχουν προκαλέσει μια διαρκή μετατόπιση μακριά από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι αγορές των ΗΠΑ έχουν ανακάμψει το τελευταίο διάστημα, τροφοδοτούμενες εν μέρει από την αισιοδοξία για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, αλλά οι επενδυτές εξακολουθούν να ανησυχούν για τη βιωσιμότητα και την ισχύ οποιουδήποτε ριμπάουντ στις τιμές των μετοχών. Κάποιοι διαφοροποιούνται σε διεθνή περιουσιακά στοιχεία και άλλοι “αφαιρούν” την overweight στάση τους σε αμερικανικά assets, αναμένοντας μεγαλύτερη βεβαιότητα σχετικά με την πολιτική.
“Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτό έχει προκαλέσει μη αναστρέψιμη ζημιά στις αγορές και την οικονομία, αλλά δεν έχουμε ακόμη μια μακροπρόθεσμη απάντηση”, σημειώνει οι Charles Schwab & Co στο Reuters. “Γνωρίζουμε ότι έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά και ότι οι εταίροι των ΗΠΑ αμφισβητούν την αξιοπιστία τους όσον αφορά το εμπόριο ή άλλα πράγματα”.
Μια πρόσφατη στροφή σε πιο ήπια ρητορική για το εμπόριο έχει προκαλέσει ανάκαμψη των μετοχών κοντά στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν από την 2α Απριλίου, όταν ξέσπασε το μεγάλο sell-off της “Ημέρας Απελευθέρωσης”. Ωστόσο, στις 100 ημέρες από την ορκωμοσία του Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου, ο S&P 500 έχει υποχωρήσει κατά περίπου 8% και ο δείκτης δολαρίου έχει υποχωρήσει κατά περίπου 9%.
Η έντονη ωστόσο αστάθεια στις αγορές παραμένει, καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι η αναθεώρηση του παγκόσμιου εμπορίου από τον Τραμπ μπορεί να βλάψει την οικονομία των ΗΠΑ, προκαλώντας μια μαζική αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων. Η κριτική προς τον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ, προκάλεσε επίσης απότομη πτώση των μετοχών, καθώς οι επενδυτές ανησύχησαν για την ανεξαρτησία της Fed. Κάποιοι φοβούνται επίσης ότι θα μπορούσε να υπάρξει βαθύτερη ζημιά.
“Όταν έχεις ένα εμπορικό σήμα, ένα brand, πρέπει να συμπεριφέρεσαι με τρόπο που να σέβεται αυτό το brand”, σημειώνει η Citadel, προσθέτοντας πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να είναι προσεκτική σχετικά με πιθανές ζημιές στα αμερικανικά ομόλογα και assets.
Και οι πρώτες ενδείξεις για τη ζημιά που έχει υποστεί η οικονομία των ΗΠΑ φάνηκαν στα στοιχεία του ΑΕΠ πρώτου τριμήνου το οποίο συρρικνώθηκε απροσδόκητα κατά 0,3%. Και το σημαντικό είναι πως το συγκεκριμένο διάστημα δεν είχαν ακόμη ανακοινωθεί οι δασμοί και δεν είχε συμβεί το σοκ στις αγορές, οπότε η συνέχεια για την οικονομία των ΗΠΑ προβλέπεται ανησυχητική.
Η Goldman εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι διεθνείς μετοχές είναι εξαιρετικά “ευαίσθητες” σε ένα σενάριο ύφεσης, ακόμη και αν το χειρότερο του υποκείμενου “σοκ” έχει περάσει. Όπως τονίζει, καλό θα ήταν να έχουμε “ανοιχτό μυαλό”, δεδομένης της άνευ προηγουμένου φύσης του τρέχοντος σοκ. “Πιστεύουμε ότι η ισορροπία των κινδύνων εξακολουθεί να συνηγορεί υπέρ της αναμονής νέων διορθώσεων των τιμών των μετοχών από τα τρέχοντα επίπεδα”, τονίζει.
Ο κίνδυνος ύφεσης αυξάνεται
Παρά τη στροφή Τραμπ με τους δασμούς, σημαντική ζημιά ήδη έχει γίνει, όπως υποστηρίζουν οικονομολόγοι και αυτό, συνεπώς, δεν σβήνει τα σενάρια ύφεσης, με τα πρώτα σύννεφα να έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Σύμφωνα με την πλειοψηφία 300 και πλέον οικονομολόγων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters, οι κίνδυνοι η παγκόσμια οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση φέτος είναι ιδιαίτερα υψηλοί, ενώ εκτιμούν ότι οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ ήδη έχουν βλάψει το επιχειρηματικό κλίμα.
Μόλις πριν από τρεις μήνες, η ίδια ομάδα οικονομολόγων, που καλύπτουν σχεδόν 50 οικονομίες, ανέμενε ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυσσόταν με ισχυρό και σταθερό ρυθμό.
Αλλά η προσπάθεια του Τραμπ να αναδιαμορφώσει το παγκόσμιο εμπόριο επιβάλλοντας δασμούς σε όλες τις εισαγωγές των ΗΠΑ έχει προκαλέσει σοκ στις χρηματοπιστωτικές αγορές, εξαφανίζοντας τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματιστηριακή αξία και κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του δολαρίου ως ασφαλούς καταφυγίου.
Ενώ ο Τραμπ έχει αναστείλει τους βαρύτερους δασμούς που έχουν επιβληθεί σε σχεδόν όλους τους εμπορικούς εταίρους για 90 ημέρες συνολικά, παραμένει ένας γενικός δασμός 10%, καθώς και ένας δασμός 145% στην Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αντιμέτωπες με αυξημένη αβεβαιότητα και δασμούς σε αγαθά που διαμορφώνονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 100 ετών, πολλές παγκόσμιες επιχειρήσεις είτε έχουν αποσύρει είτε έχουν μειώσει τις προβλέψεις εσόδων.
Δείχνοντας ασυνήθιστη ομοφωνία, κανένας από τους περισσότερους από 300 οικονομολόγους που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση δεν δήλωσε ότι οι δασμοί είχαν θετικό αντίκτυπο στο επιχειρηματικό κλίμα, με το 92% να δηλώνει ότι ο αντίκτυπος είναι αρνητικός. Μόνο το 8% δήλωσε ότι είναι “ουδέτερος”, κυρίως από την Ινδία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες.
Τα τρία τέταρτα των οικονομολόγων μείωσαν την πρόβλεψή τους για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2025, μειώνοντας τη μέση εκτίμηση στο 2,7% από 3,0% σε αντίστοιχη δημοσκόπηση του Ιανουαρίου. Σημειώνεται πως το ΔΝΤ έχει τοποθετήσει την πρόβλεψη λίγο υψηλότερα, στο 2,8%.
Οι προοπτικές για μεμονωμένες οικονομίες παρουσίασαν παρόμοια τάση. Οι μέσες προβλέψεις μειώθηκαν για 28 από τις 48 οικονομίες. Μεταξύ των άλλων, για 10 οικονομίες η γενική άποψη παρέμεινε αμετάβλητη και για 10, συμπεριλαμβανομένων της Αργεντινής και της Ισπανίας, η άποψη αναβαθμίστηκε ελαφρώς, βασιζόμενη κυρίως στις εγχώριες εξελίξεις.
Η Κίνα και η Ρωσία προβλέπεται να αναπτυχθούν κατά 4,5% και 1,7% αντίστοιχα, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ. Αυτές οι μέσες εκτιμήσεις παρέμειναν αμετάβλητες από την έρευνα του Ιανουαρίου.
Ωστόσο, οι προβλέψεις ανάπτυξης για το Μεξικό και τον Καναδά υποβαθμίστηκαν σε σχέση με τον Ιανουάριο και κατά τον μεγαλύτερο βαθμό, σε 0,2% και 1,2%.
Και οι προβλέψεις για το 2026 ήταν σχεδόν ίδιες, υποδηλώνοντας ότι η πτωτική τάση στις προσδοκίες για ανάπτυξη, που ξεκίνησε με την επιβολή δασμών από τον Τραμπ, είναι βαθιά και δεν είναι εύκολο να διορθωθεί.
Ερωτηθέντες για τον κίνδυνο παγκόσμιας ύφεσης φέτος, το 60% των οικονομολόγων δήλωσαν ότι είναι υψηλός ή πολύ υψηλός. “Είναι ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον για να είμαστε αισιόδοξοι για την ανάπτυξη”, δήλωσε ο Τίμοθι Γκραφ, επικεφαλής μακροστρατηγικής για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στην State Street. “Ακόμα και αν απαλλαγούμε από τους δασμούς σήμερα, ήδη έχει γίνει σημαντική ζημιά, κυρίως όσον αφορά τις ΗΠΑ ως αξιόπιστου παράγοντα σε διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες που κυμαίνονται από το εμπόριο έως την κοινή άμυνα”, τόνισε.
“Η διακοπή της συνεργασίας με τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο θα προκαλέσει κάθε είδους αρνητικές επιπτώσεις στις τιμές, και αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στα πραγματικά εισοδήματα και τελικά στη ζήτηση”, πρόσθεσε ο Γκραφ. “Είναι μια κατάσταση όπου ενώ η πιθανότητα να εισέλθουμε σε ένα στασιμοπληθωριστικό περιβάλλον ήταν πάντα αρκετά χαμηλή, νομίζω ότι τώρα είναι υψηλότερη”.
Ο στασιμοπληθωρισμός συνήθως ορίζεται ως μια παρατεταμένη περίοδος μηδενικής ή χαμηλής ανάπτυξης, υψηλού πληθωρισμού και αυξανόμενης ανεργίας. Περισσότερο από το 65% –19 από τις 29 μεγάλες κεντρικές τράπεζες που συμμετείχαν στην έρευνα– δεν αναμενόταν να επιτύχουν τους στόχους τους για τον πληθωρισμό φέτος. Ο αριθμός μειώθηκε ελαφρώς σε 15 για το επόμενο έτος.
Προειδοποιήσεις
Πρόσφατα ο πρόεδρος της Bundesbank, Χοακίμ Νάγκελ, προειδοποίησε ότι η Γερμανία κινδυνεύει να έρθει αντιμέτωπη με ύφεση φέτος, λόγω των επιπτώσεων των δασμών. “Η Ευρώπη είναι σε κατάσταση στασιμότητας”, δήλωσε μιλώντας στο Bloomberg, τονίζοντας πως η παγκόσμια οικονομία γενικότερα είναι σε πολύ εύθραυστη κατάσταση. “Ίσως να υπάρξει ύφεση για τη χώρα μου, τη Γερμανία”, πρόσθεσε. Σχολιάζοντας τη δασμολογική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ τόνισε ότι η Ευρωζώνη πρέπει να καταλήξει σε “καλύτερη κατανόηση” για το πώς να αντιδράσει σε αυτήν.
Σε ομιλία του στο CEO Clubs Greece την περασμένη εβδομάδα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σημείωσε πως οι ΗΠΑ επιβαρύνουν τους όρους του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου, ενώ η εντεινόμενη τάση προς τον προστατευτισμό αυξάνει τον κίνδυνο ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου, με τις συνέπειές του να είναι αρνητικές για όλες τις εμπλεκόμενες οικονομίες, και κυρίως των ΗΠΑ, όπως τόνισε. Ο εμπορικός προστατευτισμός τείνει να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και αναμένεται να οδηγήσει σε κλιμάκωση της κρίσης και επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, με σοβαρές επιπτώσεις για την οικονομική δραστηριότητα, την ανάπτυξη και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, προειδοποίησε. Όσον αφορά την οικονομία της Ευρωζώνης, οι κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί, τόνισε ο κ. Στουρνάρας. Οι δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ αναμένεται να πλήξουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, οι παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις επηρεάζουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και προκαλούν μεταβλητότητα στις τιμές της ενέργειας, ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή σε ορισμένα κράτη-μέλη θα μπορούσε να επιβραδύνει τη ζήτηση.
Το ΔΝΤ προειδοποίησε πως οι οικονομικές πιέσεις από την απότομη επιβολή νέων δασμών από τις ΗΠΑ αναμένεται να ωθήσουν το παγκόσμιο δημόσιο χρέος πάνω από τα επίπεδα της εποχής της πανδημίας. Το Ταμείο εκτιμά ότι θα φτάσει σχεδόν στο 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας, καθώς θα επιβραδυνθεί η ανάπτυξη και οι εμπορικές συγκρούσεις θα επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς. “Οι ανακοινώσεις για επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα αντίμετρα από άλλες χώρες και τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα πολιτικής αβεβαιότητας συμβάλλουν στην επιδείνωση των προοπτικών και στους αυξημένους κινδύνους”, ανέφερε το ΔΝΤ.
Το ίδιο επιφυλακτικοί εμφανίζονται και οι διεθνείς οίκοι. Η στροφή Τραμπ δεν σβήνει τα σενάρια ύφεσης, υποστηρίζει η PIMCO, ενώ εκτιμά πως ακόμα και αν η περίοδος των 90 ημερών παραταθεί, οι πιθανότητες για ύφεση στις ΗΠΑ είναι στο 50%. Η Goldman Sachs διατηρεί την πιθανότητα ύφεσης στο 45%, ένα σημαντικό ποσοστό που δείχνει ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.
“Ο Τραμπ έκανε πίσω, αλλά η ζημιά δεν διορθώνεται πλήρως”, υποστηρίζει η UBS. “Αν και έχουμε μια 90ήμερη αναστολή, δεν είναι σαφές ότι οι αμοιβαίοι δασμοί δεν θα αυξηθούν ξανά”, προσθέτει. Η UBS θεωρεί ότι η αβεβαιότητα θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και δεν “πιστεύει” στο ράλι των αγορών. “Ακόμη και οι μειωμένοι δασμοί υποδηλώνουν σοβαρό πλήγμα στην ανάπτυξη”, σημειώνει.
Η ανθεκτικότητα της Ελλάδας και του Χ.Α.
Σε αυτό το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και αποτελεί πόλο επενδυτικών ευκαιριών, ενώ η δημοσιονομική εικόνα αναμένεται να παραμείνει υγιής, όπως σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος επανέλαβε την εκτίμηση της ΤτΕ για ανάπτυξη 2,3% φέτος και ανακοίνωσε νέες βελτιωμένες εκτιμήσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2025, το οποίο προβλέπεται πλέον στο 3,2% του ΑΕΠ (από 2,6% πριν), καθώς και για το δημόσιο χρέος, που τοποθετείται στο 143,2% του ΑΕΠ (από 144,4% πριν).
Οι εκτιμήσεις και των διεθνών οίκων για την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος κινούνται στο 2% ή και υψηλότερα, σε μέσο όρο, κάτι που σημαίνει ότι η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί και αυτό το ιδιαίτερα επεισοδιακό και δύσκολο έτος για το παγκόσμιο περιβάλλον.
Αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Χ.Α., καθώς λίγες αγορές στον κόσμο μπορούν αυτή τη στιγμή να λάβουν ώθηση από τις θετικές προοπτικές της οικονομίας τους και την ισχυρή δημοσιονομική εικόνα της χώρας τους.
Επιπλέον, σημαντικό πλεονέκτημα για το Χ.Α. αποτελεί η πολύ ισχυρή εικόνα των μεγεθών των ελληνικών εισηγμένων, με τη χρήση 2024 να γράφει ιστορία καθώς τόσο τα καθαρά κέρδη (11,5 δισ. ευρώ), όσο και τα λειτουργικά κέρδη (15,4 δισ. ευρώ) διαμορφώθηκαν σε επίπεδα-ρεκόρ.
Το Ελληνικό Χρηματιστήριο συνεχίζει να ξεχωρίζει, αναλαμβάνοντας ρόλο οδηγού και όχι ουραγού, όπως είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια, επισημαίνει ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance. Το “σοκ” του προηγούμενου διαστήματος λειτούργησε καταλυτικά, ανακατεύοντας την τράπουλα και ανανεώνοντας το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Κατά τον κ. Ζαχαράκη, τα εταιρικά αποτελέσματα ενισχύουν την ανοδική τάση, ενώ οι σημαντικές αποκοπές μερισμάτων λειτουργούν ως επιπλέον κίνητρο για νέες εισροές κεφαλαίων. Επίσης, το μεγάλο δημοσιονομικό πλεόνασμα δίνει περιθώρια τόσο για επιτάχυνση της αποπληρωμής του χρέους όσο και για φορολογικές ελαφρύνσεις, που θα ενισχύσουν περαιτέρω τα μελλοντικά κέρδη των επιχειρήσεων αλλά και την επίτευξη μεγαλύτερης ανάπτυξης της οικονομίας, κάτι στο οποίο βοηθούν και τα χαμηλά επιτόκια.
Η φετινή πορεία μοιάζει να ακολουθεί τα βήματα του 2023, επισημαίνει ο αναλυτής, με προσωρινές αναταράξεις και σταθερή εισροή νέων κεφαλαίων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναμενόμενη επανένταξη της χώρας μας στις ανεπτυγμένες αγορές, έπειτα από 13 χρόνια. Τεχνικά, η αγορά διατηρεί την ανοδική μεσοπρόθεσμη τάση της όσο ο Γενικός Δείκτης κλείνει άνω των 1.670 μονάδων, ενώ η κατοχύρωση των 1.715 μονάδων ανοίγει τον δρόμο για τον επόμενο μεγάλο στόχο, λίγο κάτω από τις 2.000 μονάδες, όπως εκτιμά.
Ο Δημήτρης Τζάνας, σύμβουλος Διοίκησης της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, παρατηρεί πως τα αποτελέσματα των ελληνικών εισηγμένων για τη χρήση του 2024, τα οποία και ολοκληρώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, δείχνουν πως τα συνολικά κέρδη διαμορφώνουν ένα P/E για το Χ.Α. λίγο πάνω από το 10x, με discount 30% περίπου έναντι του γερμανικού δείκτη DAX. Πιο αξιοσημείωτες είναι οι χρηματικές διανομές που οδηγούν σε αποδόσεις οι οποίες φτάνουν ακόμη και το 10% και περιλαμβάνουν και πολλές εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης.
Με τις τράπεζες να αποτελούν πάντα τον οδηγό της αγοράς, τα roadshows που έχουν αναγγελθεί για τον Μάιο από την UBS στο Λονδίνο στις 13-14/5 και τη Wood στην Αθήνα στις 15-16/5 προσλαμβάνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι διοικήσεις καλούνται να προϊδεάσουν για τη φετινή πορεία ενόψει των ανακοινώσεων του α’ τριμήνου, επισημαίνει ο κ. Τζάνας. Συνεπώς, όπως εκτιμά, και με την προσδοκία ότι η οργανική κερδοφορία θα συνεχίσει την ανοδική πορεία της και το 2025 για τον τραπεζικό κλάδο, η αναμέτρηση του Γενικού Δείκτη με τα υψηλά του έτους που καταγράφηκαν τον Μάρτιο στις 1746,18μονάδες είναι πιθανό να μην καθυστερήσει.