Όταν ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, πολλοί γερμανοί ανέπνευσαν με ανακούφιση.
Ένας φιλοευρωπαίος κεντρώος είχε νικήσει μια ακροδεξιά λαϊκίστρια, τη Μαρίν Λε Πεν του Εθνικού Μετώπου. Εάν όμως πρόκειται πραγματικά να αντιμετωπιστεί η εθνικιστική απειλή στην Ευρώπη, η Γερμανία θα πρέπει να συνεργαστεί με τον Μακρόν για να διευθετήσει τις οικονομικές προκλήσεις που έχουν οδηγήσει τόσους ψηφοφόρους στην απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό δε θα είναι εύκολο. Στην πραγματικότητα, μέσα σε λίγες ημέρες μετά τις εκλογές, βασικά σημεία της οικονομικής πλατφόρμας του Μακρόν έχουν ήδη δεχθεί επιθέσεις από τη Γερμανία. Για αρχή, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις για τη διακυβέρνηση της ευρωζώνης έχουν δεχτεί σημαντική κριτική.
Το προεκλογικό μανιφέστο του Μακρόν υιοθετούσε την ιδέα του φεντεραλισμού της ευρωζώνης, χαρακτηριζόμενου από έναν κοινό προϋπολογισμό για τα δημόσια αγαθά της ευρωζώνης, διαχειριζόμενο από υπουργό οικονομίας και οικονομικών της ευρωζώνης και δίνοντας λόγο σε κοινοβούλιο της ευρωζώνης. Μιλούσε επίσης για μεγαλύτερο συντονισμό των φορολογικών καθεστώτων και των συνοριακών ελέγχων, μεγαλύτερη προστασία της ακεραιότητας της εσωτερικές αγοράς και, σε σχέση με την αυξανόμενη απειλή του προστατευτισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια πολιτική προμηθειών ευρωπαϊκής προέλευσης.
Η προσπάθεια επαναφοράς της συζήτησης για τα ευρωομόλογα, ή τη μερική κοινοποίηση των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα της ευρωζώνης, θεωρήθηκε ως φαντασίωση, λειτουργώντας κυρίως ως περισπασμός. Και, όλως τυχαίως, δεν εμφανίζεται πουθενά στην πλατφόρμα του Μακρόν. Πολύ πιο ανησυχητική για τους γερμανούς ειδικούς και πολιτικούς παράγοντες είναι η επιθυμία του Μακρόν η Γερμανία να χρησιμοποιήσει τη δημοσιονομική της δυνατότητα για να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της.
Αυτές δεν είναι καινούριες ιδέες: η Ευρωπαϊκή Κομισιόν, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι προκάτοχοι του Μακρόν, και οικονομολόγοι σε όλη την Ευρώπη τις έχουν προωθήσει συχνά. Και, το ίδιο προβλέψιμα, η γερμανική κυβέρνηση τις έχει απορρίψει, βασισμένη σε επιχειρηματολογία που, όπως και τα αντεπιχειρήματα, είναι καλά προετοιμασμένη.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος, οι γερμανοί οικονομολόγοι και αξιωματούχοι θεωρούν πως η οικονομική πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς, διαγνώσκοντας και αντιμετωπίζοντας δομικά προβλήματα. Και οι γερμανοί αξιωματούχοι συχνά αναφέρουν πως η οικονομία τους βρίσκεται ήδη κοντά στα όρια που καθορίζει η προσφορά της.
Μάλιστα, αντί να θεωρεί το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών πρόβλημα πολιτικής, η γερμανική κυβέρνηση το βλέπει σαν αντικατοπτρισμό της υποκείμενης ανταγωνιστικότητας των γερμανικών εταιρειών. Είναι ένα καλοήθες αποτέλεσμα υπεύθυνων εργατικών ενώσεων, οι οποίες επιτρέπουν κατάλληλη ευελιξία στους μισθούς σε εταιρικό επίπεδο.
Η απόκτηση ξένων περιουσιακών στοιχείων είναι λογική συνέπεια αυτών των πλεονασμάτων, αλλά και απαραίτητη για μια γηρασμένη κοινωνία. Πράγματι, οι γερμανοί πολιτικοί παράγοντες θεωρούν επιτακτική τη μείωση του ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ της Γερμανίας προς το όριο του 60% που προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί. Πότε, αν έχει σε καλές περιόδους, έχει κανείς την ευκαιρία να αποταμιεύσει;
Αυτή η στάση δεν ευθυγραμμίζεται ιδιαίτερα ομαλά με το οικονομικό πρόγραμμα του Μακρόν. Ενώ το πρόγραμμα του Μακρόν συμπεριλαμβάνει σημαντικές προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στην πλευρά της προσφοράς, ευνοεί επίσης τη σταθεροποίηση της παραγωγής και, το πιο σημαντικό, αυξημένες δαπάνες σε τομείς όπως οι υποδομές, η ψηφιακή τεχνολογία, και η καθαρή ενέργεια, με σκοπό την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης.
Παρά την αποφασιστική νίκη του Μακρόν, αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη για την εφαρμογή της οικονομικής του ατζέντας. Ακόμη κι αν το εθνικό κοινοβούλιο, το οποίο θα εκλεγεί τον Ιούνιο, στηρίξει το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, η αντίσταση στους δρόμους δε θα είναι μικρότερη απ’ ότι ήταν τα τελευταία χρόνια.
Η Γερμανία, ωστόσο, έχει καλούς λόγους να στηρίξει τις μεταρρυθμίσεις του Μακρόν στην προσφορά και τη ζήτηση. Άλλωστε, η Γαλλάι και η Γερμανία έχουν βαθιά αλληλεξάρτηση, κάτι που σημαίνει πως η Γερμανία έχει ενδιαφέρον για τη μοίρα του Μακρόν.
Παρ’ ότι είναι αλήθεια πως η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορεί (ευτυχώς) να προσαρμόσει τους μισθούς, θα μπορούσε, από καθαρό συμφέρον, να επενδύσει περισσότερο σε ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο – όπως σε σχολεία, από νηπιαγωγεία μέχρι πανεπιστήμια, και υποδομές όπως δρόμους, γέφυρες και στο διαδίκτυο. Αυτή η προσέγγιση θα μείωνε το ιδιωτικό κόστη χρήσης του κεφαλαίου, κάνοντας έτσι τις ιδιωτικές επενδύσεις πιο ελκυστικές. Θα δημιουργούσε επίσης εγχώρια περιουσιακά στοιχεία, μειώνοντας την έκθεση της Γερμανίας σε ξένους πιστωτικούς κινδύνους. Ένα μικρότερο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών σημαίνει μια πιο βιώσιμη θέση καθαρής χρηματοπιστωτικής υποχρέωσης για τους εταίρους της Γερμανίας.
Εάν η Γερμανία και ο Μακρόν δε βρουν κοινό έδαφος, το κόστος και για τους δύο θα είναι τεράστιο. Κανένας κακόβουλος εξωτερικός παράγοντας δεν επιβάλει τον λαϊκισμό στην Ευρώπη. Έχει αναδυθεί οργανικά, πυροδοτούμενος από πραγματικά και διάσπαρτα προβλήματα. Παρ’ ότι αυτά τα προβλήματα δεν είναι αποκλειστικά οικονομικά, η γεωγραφία του λαϊκισμού ταιριάζει με τις οικονομικές κακουχίες της ΕΕ: πάρα πολλοί ευρωπαίοι χάνουν εδώ και πολύ καιρό. Έτσι, εάν ο Μακρόν δεν καταφέρει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του, ένας ευρωσκεπτικιστής σαν τη Λε Πεν θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει στις επόμενες εκλογές της Γαλλίας.
Για να αποφύγει αυτό το αποτέλεσμα, ο Μακρόν θα πρέπει να είναι πιο επίμονος από τους προκατόχους του στην επιδίωξη δύσκολων αλλά τελικά ωφέλιμων πολιτικών. Μπορεί να μιμηθεί τον πρώην γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Το 2003, ο Σρέντερ έβαλε σε προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις και όχι την υπακοή στη συμφωνία σταθερότητας και ανάπτυξης της ΕΕ. Επιπλέον δημοσιονομικά περιθώρια ήταν απαραίτητα για να εξομαλύνουν την προσαρμογή της οικονομίας στις γενναίες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που εισήγαγε. Η απόφαση να βάλει σε προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις και όχι την επίμονη συμμόρφωση στους κανόνες αποδείχθηκε σωστή.
Τώρα είναι σειρά του Μακρόν να κάνει το ίδιο. Και εκείνος φαίνεται να έχει επιλέξει τον πραγματισμό από την τυφλή συμμόρφωση με άκαμπτους κανόνες (οι οποίοι δεν έχουν λογική υπό καμία προϋπόθεση). Ευτυχώς, οι πολιτικές αρχές δεν είναι αμετάκλητες, ούτε καν στη Γερμανία. Θυμηθείτε πως η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε κάθετα την τραπεζική ένωση της ευρωζώνης και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, και τα δύο από τα οποία τελικά δημιουργήθηκαν.
Η Ευρώπη περνά μια σεισμική μεταβολή, με το πολιτικό της σύστημα να υπονομεύεται εκ των έσω (και να γίνεται ευάλωτο στη ρωσική πίεση από έξω). Ο φόβος για τους «άλλους» και η αντίληψη του εμπορίου ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος έχουν αρχίσει να επικρατούν. Αυτές οι συνθήκες απαιτούν γενναίες και αποφασιστικές ενέργειες, όχι μόνο από τη Γαλλία, αλλά και από τη Γερμανία, η οποία, εν τέλει, έχει τα περισσότερα να χάσει.