Του Κώστα Ράπτη
Συγχρονισμός πολλαπλών κρίσεων: πολιτικών, οικονομικών και γεωπολιτικών. Αυτή είναι η εικόνα της ενωμένης Ευρώπης τις τελευταίες ημέρες, με πρωταγωνιστές όχι τα μικρότερα κράτη-μέλη της περιφέρειας, αλλά τις ηγέτιδες χώρες του κέντρου.
Η Γαλλία αποτελεί το χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς κινδυνεύει να μείνει ταυτοχρόνως χωρίς κυβέρνηση και χωρίς Προϋπολογισμό.
Ο πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος μόλις τον Σεπτέμβριο ορίσθηκε, χωρίς εξασφαλισμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, από τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν μετά την εκλογική περιπέτεια του καλοκαιριού, βρίσκεται πρακτικά στο έλεος του Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν, που έχει σκληρύνει τη στάση του μετά τις τελευταίες δικαστικές περιπέτειες της αρχηγού του, εκβιάζοντας με καταψήφιση του σχεδίου Προϋπολογισμού ή και συμπόρευση με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς σε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης.
Ούτως ή άλλως, η “συνταγή Τραμπ”, με την οποία επιχειρείται να αφαιρεθεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι από τη Λεπέν με δικαστική απόφαση, γνωρίζουμε από την εμπειρία ότι δεν μπορεί να οδηγήσει μακριά. Αλλά η πολιτική αναστάτωση διαπλέκεται με ένα αμείλικτο αντικειμενικό δεδομένο: τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, που αναμένεται να μεταφρασθεί σε έλλειμμα της τάξης του 6,1% του ΑΕΠ το 2024, με προοπτική εκτίναξής του στο 7% το 2025.
Προς κρίση χρέους;
Ο Μπαρνιέ προτείνει κινήσεις περιστολής της τάξης των 45 έως 60 δισ. ευρώ, είτε με περικοπή δαπανών είτε με αύξηση των φόρων, αλλά δεν βρίσκει τη στήριξη ούτε της κατ’ όνομα συμπολίτευσης. Ο υπουργός Οικονομικών, Αντουάν Αρμάν, πιστός στον Μακρόν, δεν δείχνει ενθουσιασμό και πλέον δηλώνει διατεθειμένος να κάνει “παραχωρήσεις” στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις στον φόρο επί της ηλεκτρικής ενέργειας, στις οποίες κατεξοχήν αντιδρά ο Εθνικός Συναγερμός.
Με δεδομένη την έλλειψη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, ο πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ αναμένεται ότι θα επιχειρήσει να πετύχει την έγκριση του κρατικού Προϋπολογισμού παρακάμπτοντας την κοινοβουλευτική οδό και κάνοντας χρήση του άρθρου 49.3 του γαλλικού Συντάγματος (δηλ. της πράξης νομοθετικού περιεχομένου). Στην περίπτωση αυτή, τα κόμματα της Αριστεράς έχουν ήδη ανακοινώσει πως θα καταθέσουν ακόμα μία πρόταση μορφής σε βάρος του και η στάση του Εθνικού Συναγερμού θα είναι καθοριστική.
Εν όψει αυτής της πιθανής εξέλιξης, το κόστος δανεισμού της Γαλλίας εκτοξεύτηκε στις διεθνείς αγορές, ενώ η χρηματιστηριακή αγορά της χώρας σημείωσε πτώση. Την Τετάρτη η απόδοση των πενταετών γαλλικών ομολόγων αυξήθηκε στο 2,7%, ξεπερνώντας το αντίστοιχο κόστος της Ελλάδας, που βρίσκεται στο 2,5%, ενώ οι αποδόσεις των δεκαετών γαλλικών ομολόγων είναι ελάχιστα χαμηλότερες από των ελληνικών. Εν όψει των κινδύνων υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας, κυβερνητικοί παράγοντες καλούν τις τελευταίες ημέρες (χωρίς να εισακούονται) τους 66 βουλευτές του Σοσιαλιστικού κόμματος να αποστασιοποιηθούν από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο και να μην υπερψηφίσουν την πρόταση μομφής. Ο στόχος της Ανυπότακτης Γαλλίας του Ζαν Λικ Μελανσόν, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του μετώπου, είναι στην πραγματικότητα να προκαλέσει (ελλείψει συνταγματικής δυνατότητας για τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών πριν την παρέλευση 12μήνου από τις προηγούμενες) την παραίτηση του Μακρόν και την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών. Ακόμα και ο πρώην πρόεδρος και νυν βουλευτής της Αριστεράς Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος κρατά μετριοπαθή στάση, δηλώνει ότι, εάν ο Μπαρνιέ καταφύγει στο άρθρο 49.3, θα υπερψηφίσει την πρόταση μομφής.
Σε αυτό το τοπίο, όλοι κρατούσαν χθες την αναπνοή τους για την πιθανή υποβάθμιση του αξιόχρεου της Γαλλίας από τη Standard & Poor’s.
Το γερμανικό αδιέξοδο
Το να εκδηλώνονται φόβοι για πιθανή κρίση χρέους της Γαλλίας θα φάνταζε μέχρι πρότινος σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Και πάντως συνιστά την αποτυχία του σχεδίου Μακρόν για μια νέα γαλλο-γερμανική συνεννόηση που θα βασιζόταν στη δημοσιονομική τακτοποίηση της δικής του χώρας, με αντάλλαγμα μια εμβάθυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης.
Αλλά η Γερμανία, που δεν έχει ακόμη αποστείλει προσχέδιο Προϋπολογισμού στις Βρυξέλλες, και υφίσταται ήδη κυβερνητική κρίση, ακριβώς λόγω διαφωνιών στην εκπόνησή του, δεν είναι πια η χώρα η οποία μπορεί να σηκώνει το δάχτυλο στους εταίρους της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η χώρα του Όλαφ Σολτς οδεύει προς εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, οι αποδόσεις των ομολόγων της “μικρής” Δανίας βρίσκονται κατά 20 μονάδες βάσης κάτω από αυτές των γερμανικών. Στην πραγματικότητα, οι αγορές εκφράζουν αμφιβολία για το κατά πόσον η ηγέτιδα της Ευρωζώνης θα επιμείνει στο συνταγματοποιημένο “φρένο χρέους”, καθώς η διατήρησή του συνιστά, μαζί με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών που επιβάλλουν τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα και την αποφυγή αποσταθεροποιητικών περικοπών στο κοινωνικό κράτος, ένα “αδύνατο τρίγωνο”: Κάποιος από τους τρεις στόχους θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Για να μη μιλήσει κανείς για την ανάγκη ανάταξης των υποδομών και προώθησης της καινοτομίας, που προβάλλει επιτακτική (εν μέσω και προϊούσας αποβιομηχάνισης) έπειτα από πολλά χρόνια ισοπέδωσης των δημοσίων επενδύσεων.
Σε αυτό το πνεύμα, ο αντιευρωπαϊσμός ενισχύεται. Έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρωσύστημα, δημιουργία νέας ευρωπαϊκής κοινότητας και επανέναρξη των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το σχέδιο εκλογικού προγράμματος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), το οποίο θα τεθεί προς έγκριση στο συνέδριο του Ιανουαρίου εν όψει των εκλογών – αυτών που αναμένεται να αναδείξουν την ακροδεξιά δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη… Αλλά ακόμα και ο κόσμος των επιχειρήσεων δυσφορεί ανοιχτά για τη ρυθμιστική φρενίτιδα της Κομισιόν, ενώ καμία πολιτική δύναμη δεν θα συναινούσε στα γαλλικά οράματα εμβάθυνσης, χωρίς την οποία, ωστόσο, οι απορίες των αγορών για τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης μένουν αναπάντητες.
Η απειλή ασφαλείας και το ερώτημα Τραμπ
Και στο βάθος οι απειλές του Πούτιν. Η χρήση επί ουκρανικού εδάφους του ρωσικού πειραματικού υπερηχητικού πυραύλου Oreshkin αποτέλεσε το πιο ηχηρό μέχρι στιγμής μήνυμα του πλεονεκτήματος που έχει αποκτήσει σε κάθε σενάριο συμβατικού πολέμου η Μόσχα, αλλά και κλιμακώνει τους φόβους πυρηνικής αναμέτρησης. Οι ευρωπαϊκές χώρες καθυστερημένα συνειδητοποιούν την υστέρησή τους σε στρατιωτική ετοιμότητα, την ίδια ώρα που αναμένεται ο αδιευκρίνιστων προθέσεων ως προς την ουκρανική κρίση, αλλά σαφής στην απαρέσκειά τους προς τους “τζαμπατζήδες” (freeriders) συμμάχους, Ντόναλντ Τραμπ.
Η εκτίναξη των αμυντικών δαπανών θεωρείται από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες αναγκαία, αλλά και επιθυμητή ως μοχλός καινοτομίας και ανάκαμψης. Το πώς θα την επιτύχουν όμως, όταν ήδη η εκπόνηση Προϋπολογισμών εξελίσσεται σε άθλο, είναι μέγα ερώτημα.