Αδύναμη να ξεπεράσει τις αρνητικές πιέσεις που την κρατούν καθηλωμένη τις τελευταίες τρεις εβδομάδες παραμένει η
Wall Street
. Είναι ενδεικτικό πως ούτε τα σχετικά καλά μαντάτα από το μέτωπο του πληθωρισμού μπόρεσαν να επηρεάσουν το κλίμα, με αποτέλεσμα οι δείκτες να καταγράψουν νέες απώλειες άνω του 1%.
Συγκεκριμένα, ο
Dow Jones
υποχώρησε για τέταρτη συνεχόμενη συνεδρίαση χάνοντας και το ψυχολογικό όριο των 41.000 μονάδων, στις 40.813, μειωμένος κατά 1,30%.
Όσον αφορά τον Nasdaq συνέχισε να δέχεται το μεγαλύτερο κύμα ρευστοποιήσεων με πτώση 1,96% στις 17.303 μονάδες, βυθιζόμενος έτσι περαιτέρω στο έδαφος διόρθωσης που έχει εισέλθει από την περασμένη Πέμπτη (περίπου στο -14% από το τελευταίο ρεκόρ του).
Σημειωτέον πως και ο δείκτης Russell 2000 των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που είχαν ποντάρει πολλά στο αναπτυξιακό όραμα του Ντόναλντ Τραμπ πλησιάζει πλέον στα επίπεδα του bear market, ήτοι περίπου 19% χαμηλότερα από το τελευταίο υψηλό του.
Την ίδια ώρα τα ομόλογα διεύρυναν το ράλι του 2025, με τις αποδόσεις να μειώνονται σε όλη την καμπύλη των αμερικανικών επιτοκίων. Η απόδοση του 10ετούς υποχώρησε στο 4,274% και του 2ετούς κατρακύλησε στο 3,949%.
Στην ανησυχία της αγοράς για την επιθετική προστατευτική πολιτική που έχει υιοθετήσει ο Ντόναλντ Τραμπ στο εμπορικό πεδίο, ήρθαν να προστεθούν οι νέες απειλές του που αυτή τη φορά είχαν αποδέκτη τις εισαγωγές από την ΕΕ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος απείλησε με δασμούς 200% τα αλκοολούχα ποτά της Ευρώπης, ενώ βέβαια στον ορίζοντα βρίσκονται και οι ανταποδοτικοί δασμοί που έχει ξεκαθαρίσει πως σκοπεύει να εφαρμόσει προς… πάσα κατεύθυνση από τις αρχές Απριλίου.
Το χειρότερο, εξάλλου, είναι πως το Οβάλ Γραφείο και η κυβέρνηση εκπέμπουν σαφές μήνυμα πως δεν επηρεάζονται από τους κλυδωνισμούς της αγοράς εστιάζοντας στη χάραξη του οικονομικού προγράμματος που έχει στόχο να… ξανακάνει ισχυρή την Αμερική μακροπρόθεσμα.
Αυτό επεσήμανε και ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ σε σημερινές δηλώσεις του στο CNBC, εξηγώντας πως η κυβέρνηση δίνει έμφαση στην μακροπρόθεσμη υγεία της οικονομίας, παρά στις βραχυπρόθεσμες κινήσεις της, κάτι που αφορά όχι μόνο τους τριγμούς στο χρηματιστήριο αλλά και το ορατό ενδεχόμενο ύφεσης της οικονομίας.
«Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, η ευρύτερη αγορά πέρασε από ιστορικά υψηλά σε περιοχή διόρθωσης», υποστήριξε ο Άνταμ Τέρνκουιστ της LPL Financial. «Η αβεβαιότητα γύρω από τους δασμούς έχει απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τις πιέσεις πώλησης και επιδεινώνει τις ανησυχίες για την οικονομική ανάπτυξη».