Tο τριών εβδομάδων sell-off στη
Wall Street
όχι μόνο δεν ανεκόπη, αλλά διευρύνθηκε περαιτέρω καθώς οι φόβοι ύφεσης της οικονομίας έφεραν βαριές απώλειες σε όλους τους δείκτες. Μάλιστα, για τον
Nasdaq
ήταν η χειρότερη συνεδρίαση από τον Σεπτέμβριο του 2022, καθώς οι τεχνολογικές μετοχές δέχτηκαν τις μεγαλύτερες πιέσεις.
Στο ταμπλό, ο
Dow JonesNasdaq
«βούλιαξε» σε ποσοστό 4% κατρακυλώντας στις 17.468 μονάδες.
Αναλόγως και στην αγορά ομολόγων, οι αποδόσεις διολίσθησαν σημαντικά με την απόδοση του 10ετούς να χάνει κοντά στις δέκα μονάδες βάσης, στο 4,219% και του 2ετούς να προσγειώνεται στο 3,9%.
Η πιθανότητα επιβράδυνσης, αν όχι και ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ανεκτική διάθεση που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση απέναντι στην προοπτική αυτή προβλημάτισε τους επενδυτές.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, σε δηλώσεις του το Σαββατοκύριακο δεν αρνήθηκε την πιθανότητα ύφεσης της οικονομίας, όμως αντιμετώπισε με ψυχραιμία την πιθανότητα αυτή υιοθετώντας την άποψη πως θα είναι το πιθανό κόστος της απαραίτητης μετάβασης της οικονομίας, με βάση τις αλλαγές που έχει δρομολογήσει σε όλα τα επίπεδα: στην εμπορική πολιτική, την μετανάστευση και την αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, ενώ η αγορά κατρακυλούσε ο Αμερικανός πρόεδρος είχε ισχυριστεί πως «δεν παρακολουθεί καν το χρηματιστήριο»!
Την ίδια θέση είχε υποστηρίξει και ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, σε δηλώσεις του την περασμένη Παρασκευή, όταν υποστήριξε πως η οικονομία πιθανώς να επιβραδυνθεί όσο βρίσκεται σε μια φάση «απεξάρτησης» από τις υψηλές δημόσιες δαπάνες.
Δεν είναι τυχαίο πως διεθνείς αναλυτές και οίκοι πήραν… αμπάριζα και ξεκίνησαν τις επί τα χείρω αναθεωρήσεις των εκτιμήσεων τους για την πορεία της οικονομίας. Τελευταία στη λίστα η Goldman Sachs με τον Γιαν Χάτζιους να κατεβάζει δραστικά την εκτίμηση του για το αμερικανικό ΑΕΠ φέτος από το 2,4% μόλις στο 1,7%.
«Μεταβήκαμε από μια περίοδο θετικού αισθήματος και προοπτικών πολύ υψηλής ανάπτυξης σε μια αναθεώρηση για νέα ρίσκα που βρίσκονται μπροστά μας» σχολίασε ο Ντριου Πετίτ της Citigroup.
Αντιστοίχως, ο Νταν Βαντρόμπσκι της Janney Montgomery Scott επεσήμανε πως υπολογίζοντας παράλληλα τις πιθανές γεωπολιτικές αστάθειες και τα ερωτηματικά για τον πληθωρισμό έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο υψηλής μεταβλητότητας σε παγκόσμιο μακροοικοονομικό επίπεδο. Κάτι που θα συνεχίσει να πιέζει τις αμερικανικές μετοχές.