Του Mohamed A. El-Erian—Τη Δευτέρα, ένας συνδυασμός εγχώριων και διεθνών παραγόντων συνέβαλε σε μία σημαντική επανεκτίμηση από τους συμμετέχοντες στην αγορά, της πιθανότητας για μία αύξηση των επιτοκίων από την Federal Reserve τον Μάρτιο.
Τώρα οι αγορές δίνουν μία πιο ρεαλιστική πιθανότητα της τάξης του 52%, σε σχέση με το κάτω του 40% την προηγούμενη εβδομάδα. Το προς τα πού θα κινηθεί η εκτίμηση αυτή εξαρτάται όλο και περισσότερο από ένα μόνο στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε επίσης να τροφοδοτήσει το σταδιακό αναπροσανατολισμό της προσέγγισης της Fed στη νομισματική πολιτική και στο πώς η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αλληλεπιδρά με τις αγορές.
Οι προσδοκίες της αγοράς για μία αύξηση επιτοκίων το Μάρτιο ενισχύθηκαν από την διευκρίνηση στην οποία προέβη ο Robert Kaplan, ο πρόεδρος της Federal Reserve του Ντάλας και μέλος με δικαίωμα ψήφου στην Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς που χαράσσει τη πολιτική. Αναφερόμενος σε προηγούμενα “σήματα” από αξιωματούχους της Fed ότι η κεντρική τράπεζα είναι πιο πιθανό να αυξήσει τα επιτόκια, “συντομότερα, παρά αργότερα”, ο Kaplan είπε πως αυτό συνεπάγεται μία αύξηση στο “εγγύς μέλλον” -με βάση μία ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη το 2017 και την ανάγκη για μείωση του κινδύνου η νομισματική πολιτική να μείνει πίσω από την καμπύλη του πληθωρισμού.
Το κλίμα αναφορικά με τα επιτόκια επηρεάστηκε περαιτέρω από τα “σήματα” που εκπέμπει ο Λευκός Οίκος, ότι ο πρώτος προϋπολογισμός του προέδρου Donald Trump θα περιλαμβάνει σημαντική και “ιστορική” αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 54 δισ. δολάρια.
Οι παγκόσμιες συνθήκες επίσης διαδραματίζουν ρόλο στην επαναξιολόγηση από την αγορά. Μετά από μία σειρά ρεκόρ αρνητικών επιτοκίων στη Γερμανία την προηγούμενη εβδομάδα, τα 2ετή γερμανικά κρατικά ομόλογα βρήκαν τον βηματισμό τους, τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτό μετριάζει τις σημαντικές πτωτικές πιέσεις στις αμερικανικές αποδόσεις.
Παρόλα αυτά, η μεγαλύτερη πιθανότητα για μία αύξηση των επιτοκίων από τη Fed, δεν την καθιστά βέβαιη και εύλογα – και αυτό δεν οφείλεται κυρίως στον αυξανόμενο πολιτικό κίνδυνο στην Ευρώπη.
Κρίνοντας από τη διορατικότητα της προέδρου της Fed Janet Yellen και ορισμένων συναδέλφων της, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς, θα χρειαστεί στοιχεία που να δείχνουν ισχυρότερη αύξηση μισθών ώστε να νιώσει άνετα να αυξήσει τα επιτόκια για τρίτη φορά σε διάστημα δέκα ετών. Ως αποτέλεσμα, τα στοιχεία Φεβρουαρίου για την απασχόληση, που θα δημοσιευθούν στις 10 Μαρτίου, θα έχουν σημαντική, αν όχι καθοριστική, επιρροή για το τι θα κάνει η Fed όταν η επιτροπή χάραξης πολιτικής όταν συνεδριάσει στις 14-15 Μαρτίου.
Ένα “πράσινο φως” από τα στοιχεία για τους μισθούς θα έχει περισσότερες προεκτάσεις από το να ενισχύσει σημαντικά την πιθανότητα μιας αύξησης επιτοκίων τον Μάρτιο. Θα επιτρέψει επίσης στη Fed να απομακρυνθεί με αργό ρυθμό από την στάση τακτικής της προς μία που θα περιλαμβάνει περισσότερη στρατηγική εξέταση.
Από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, η Fed έχει υιοθετήσει μία προσέγγιση στη χάραξη πολιτικής που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά στοιχεία. Το γεγονός ότι η κρίση αιφνιδίασε τους αξιωματούχους της Fed, σε συνδυασμό με μία διαδικασία ανάκαμψης που απείχε πολύ από την πεπατημένη και συνοδεύθηκε από τα επαναλαμβανόμενα λάθη στις προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, έχουν υπονομεύσει την ικανότητα της Fed να κατανοεί την οικονομική συμπεριφορά και την αποτελεσματικότητα των αναλυτικών της μοντέλων, ιδίως των ιστορικά “ρυθμισμένων”. Η Fed έγινε όμηρος όχι μόνο των υψηλής συχνότητας οικονομικών στοιχείων (και του αναπόφευκτου “θορύβου” που τα συνοδεύει, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μεγάλων εκ των υστέρων αναθεωρήσεων), αλλά και των αγορών. Αντί να καθοδηγεί τις αγορές, η κεντρική τράπεζα απέκτησε το κακό συνήθειο να ακολουθεί τον βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό τους.
Σε περίπτωση που τα επόμενα στοιχεία για την αγορά εργασίας ανοίξουν το δρόμο, η Fed θα μπορούσε να επιστρέψει σε μία πιο ενεργητική στρατηγική στάση. Εκτός από την αντιστάθμιση της υπερβολικά βραχυπρόθεσμης προσέγγισης, ο νέος αυτός προσανατολισμός θα μπορούσε να παράσχει ένα νέο σημείο αναφοράς της πολιτικής της, ειδικά όταν άλλα στοιχεία των πολιτικών κινούνται από την επώδυνη παράλυση (λόγω του αδιεξόδου στο Κογκρέσο) έως και μία δυνητικά σημαντική αλλαγή.