Από όταν οι τέσσερις μεγάλες κρατικές τράπεζες της Κίνας ανακοίνωσαν τα αποτελέσματά τους, οι αναλυτές είναι ενθουσιασμένοι.
Η αύξηση της κερδοφορίας ανέβασε ρυθμό και οι δείκτες των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησαν. Ουκ ολίγες φορές έχει επισημανθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί στη βελτίωση των προτύπων αναδοχής. Αλλά θα ήταν συνετό να κρατήσουμε μια απόσταση από αυτή την ευφορία –και να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στο πώς οι τράπεζες εμφάνισαν αυτά τα αποτελέσματα.
Ένα σημείο που πρέπει να σταθούμε είναι ότι δεν υπάρχουν έντονες ενδείξεις απομόχλευσης. Οι τράπεζες αυτές αύξησαν το συνολικό δανεισμό τους κατά 10,2% το 2016, στα 12 τρισ. δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης των δανείων εξακολουθεί να είναι πολύ ταχύτερος από αυτόν του ΑΕΠ. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι τα πάγια της σκιώδους τραπεζικής –όπως τα προϊόντα διαχείρισης πλούτου- αυξήθηκαν κατά 15%, δηλαδή πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τα δάνεια. Οι δύο τομείς φαίνεται να συνδέονται ολοένα περισσότερο, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα προβλήματα της σκιώδους τραπεζικής μπορούν κάλλιστα να γίνουν παραδοσιακά τραπεζικά προβλήματα. Μέχρι στιγμής, οι υποσχέσεις για απομόχλευση έχουν παραμείνει ακριβώς αυτό: υποσχέσεις.
Επιπλέον, οι δύο θετικές τάσεις που εντόπισαν οι αναλυτές – μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αύξηση των κερδών – υπονομεύονται από τα υποκείμενα στοιχεία.
Οι δείκτες των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησαν ελαφρώς σε δύο από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες και έδειξαν επιβράδυνση της ανάπτυξης των δανείων στις άλλες δύο. Αλλά ακόμα και αυτή η πενιχρή πρόοδος σημειώθηκε εν μέρει επειδή οι τράπεζες -με την ενθάρρυνση της κυβέρνησης- σχημάτισαν οχήματα ειδικού σκοπού με αποκλειστικό σκοπό την άντληση κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης τιτλοποιημένων ομολόγων για αγορά των επισφαλών δανείων από τις μητρικές τους εταιρίες. Η Αγροτική Τράπεζα της Κίνας “ξεφορτώθηκε” δάνεια αξίας 73 δισ. γουάν με αυτόν τον τρόπο. Αυτή είναι μια εξαιρετικά ανησυχητική τάση, καθώς οι τράπεζες φαίνεται ότι καλύπτουν παρά επιλύουν τα προβλήματα του χρέους τους. Ακόμη κι έτσι, τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν κατά δύο μόνο εκατοστά της εκατοστιαίας μονάδας.
Επιδεινώνοντας την κατάσταση, οι τράπεζες βάζουν στην άκρη λιγότερα κεφάλαια για την κάλυψη επισφαλών δανείων. Τα αποθεματικά για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκαν κατά μόλις 5,4% για τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχεται από την Τράπεζα της Κίνας, την καλύτερα διοικούμενη και πιο συνετή τράπεζα της ομάδας. Εξαιρουμένης της Τράπεζας της Κίνας, τα αποθέματα αυξήθηκαν κατά μόλις 2,6%, πολύ λιγότερο σε σύγκριση με τα παραδοσιακά δάνεια και κατά 82% πιο αργά σε σχέση με το ρυθμό ανάπτυξης των πιο επικίνδυνων τύπων δανείων στα προϊόντα διαχείρισης πλούτου.
Αυτό επηρέασε άμεσα τα δημοσιευμένα κέρδη. Με εξαίρεση την αύξηση κατά 50% του κόστους της Bank of China για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το κόστος για την κάλυψη επισφαλών δανείων στις μεγάλες τράπεζες αυξήθηκε κατά μόλις 1%. Με άλλα λόγια, ενισχύουν τα κέρδη τους βάζοντας στην άκρη λιγότερα κεφάλαια. Εάν (και πάλι εξαιρουμένης της Bank of China) είχαν αυξήσει τα αποθεματικά τους κεφάλαια με τον ίδιο ρυθμό που αύξησαν τις χορηγήσεις, τα κέρδη θα είχαν στην πραγματικότητα συρρικνωθεί κατά σχεδόν 2%.
Η μικρή αύξηση στα κέρδη αντικατοπτρίζει επίσης μια μεγάλη μείωση στους φόρους και τις προσαυξήσεις. Οι μεγάλες τράπεζες ανέφεραν ότι το ποσό που κατέβαλλαν στην κυβέρνηση είχε μειωθεί από 52% έως 63%. Αυτό αντανακλά κατά κύριο λόγο τις φοροελαφρύνσεις που παρασχέθηκαν για την αγορά ομολόγων δοκιμαζόμενων τοπικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο ενός προγράμματος ανταλλαγής: Στην ουσία, η κεντρική κυβέρνηση υπαγόρευσε επιτόκια πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο της αγοράς, αλλά τα αντιστάθμισε με επιδότηση του φόρου. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό, η μείωση των φόρων ήταν ισοδύναμη με το 612% της αύξησης των κερδών.
Η κινεζική κυβέρνηση έχει μιλήσει εκτεταμένα για απομόχλευση, έλεγχο της σκιώδους τραπεζικής, διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων και εφαρμογή λύσεων της αγοράς. Αλλά οι τράπεζες κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Ο νέος δσανεισμός εξακολουθεί να αυξάνεται ταχύτερα από το ΑΕΠ. Οι επενδυτές εξακολουθούν να συσσωρεύουν επικίνδυνα προϊόντα διαχείρισης πλούτου. Και οι τράπεζες αυξάνουν τα κέρδη τους βάζοντας στην άκρη λιγότερα κεφάλαια για την κάλυψη επισφαλών δανείων και στηριζόμενες σε επιδοτήσεις. Η αύξηση των κερδών μπορεί να κάνει τους αναλυτές να χαμογελούν, αλλά αυτό δεν είναι ένα βιώσιμο σχέδιο για τις τράπεζες της Κίνας ή την οικονομία της.
Σε γενικές γραμμές, οι τράπεζες το καταλαβαίνουν αυτό, και συνήθως αποδίδουν ευθύνες στις ρυθμιστικές “οδηγίες” που ενθαρρύνουν τη σταδιακή αύξηση των κερδών. Επειδή η κυβέρνηση είναι ο βασικός μέτοχος των μεγάλων τραπεζών, ενδιαφέρεται λιγότερο για την πάταξη της κακής διαχείρισης των κινδύνων και περισσότερο για τη διασφάλιση της συνέχειας στις πληρωμές μερισμάτων, τα οποία χρησιμοποιεί για να χρηματοδοτεί έργα υποδομής που με τη σειρά τους στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Είναι η τέλεια παγίδα ανατροφοδότησης του ηθικού κινδύνου.
Οι ηγέτες της Κίνας συνεχίζουν να μιλούν για τη μείωση των χρηματοοικονομικών κινδύνων. Αλλά αν θέλουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα αποτελεσματικά, χρειάζεται να επιβραδύνουν σημαντικά την αύξηση των δανείων και συνετά να μειώσουν τις αγορές προϊόντων διαχείρισης πλούτου από τις τράπεζες. Επίσης, θα πρέπει να τερματίσουν την πρακτική αύξησης των κερδών στα χαρτιά με το να αρνούνται να σχηματίσουν προβλέψεις για τα επισφαλή δάνεια. Και δεν θα πρέπει να ενθουσιάζονται και τόσο για την ισχνή πρόοδο που μόλις ανακοίνωσαν οι τράπεζες.