Οι οικονομολόγοι έχουν περάσει τους τελευταίους έξι μήνες να αναβαθμίζουν τις προβλέψεις τους για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης φέτος. Παρ’όλα αυτά, οι εκτιμήσεις τους δεν παύουν να είναι πιο ζοφερές από όσο θα έπρεπε.
Για το τρέχον έτος οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg, εκτίμησαν πως ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη θα φθάσει το 1,6%, μία συγκλίνουσα εκτίμηση που έχει βελτιωθεί τρεις φορές τους τελευταίους έξι μήνες. Για την ανάπτυξη του επόμενου έτους, ωστόσο, η μέση εκτίμηση έμεινε στάσιμη στο μεγαλύτερο μέρος του ίδιου διαστήματος, και μόνο πρόσφατα αναβαθμίστηκε ελαφρώς:
Catch-up
Πώς έχουν κινηθεί με τον καιρό οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των οικονομολόγων για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης
Αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί. Πέρυσι, οι μέσες εκτιμήσεις των οικονομολόγων ήθελαν την Ευρωζώνη να καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης λίγο μεγαλύτερο από το 1,5%. Αντ’αυτού, το ΑΕΠ διευρύνθηκε κατά 1,7%. Αντίστοιχα και το 2015, η οικονομία είχε γνωρίσει καλύτερες των αναμενόμενων επιδόσεις, με το ποσοστό ανάπτυξης του 2% να υπερβαίνει τις μέσες εκτιμήσεις που έκαναν λόγο για 1,4%.
Επομένως, γιατί οι προβλέψεις παραμένουν -κατά γενική ομολογία- τόσο απαισιόδοξες; Το πολιτικό υπόβαθρο έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το ότι τα πράγματα φαίνονται χειρότερα από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Το 2015, η προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ πυροδότησε αναταραχές, οι οποίες και εξαπλώθηκαν μέχρι τις αγορές ομολόγων της Ιταλίας και της Ισπανίας. Πέρυσι, η βρετανική ψήφος υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπονόμευσε την εμπιστοσύνη στις οικονομικές προοπτικές της περιοχής, ενώ οι πολιτικοί κραδασμοί στην Ιταλία στοίχισαν στον Matteo Renzi τη θέση του πρωθυπουργού.
Φέτος, οι μηδαμινές πιθανότητες που έχει η Marine Le Pen να νικήσει στις γαλλικές προεδρικές εκλογές και να κάνει πράξη την απειλή της να βγάλει έξω από την Ευρωζώνη ένα από τα ιδρυτικά της μέλη, έχει καλλιεργήσει έντονες ανησυχίες στην περιοχή.
Εάν παραβλέψουμε, όμως, τις πολιτικές και εστιάσουμε στα στοιχεία, στο επίκεντρο τίθεται η ισχύς της οικονομίας της Ευρωζώνης. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη Γερμανία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από τα μέσα του 2011, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση του δείκτη επιχειρηματικού κλίματος του ινστιτούτου Ifo που έχει την έδρα του στο Μόναχο. Παράλληλα, οι διάφορες έρευνες για τον PMI που καταρτίζονται από τη Markit Economics για την Ευρωζώνη, υποδηλώνουν, στο σύνολό τους, βελτίωση των προοπτικών, με τον σύνθετο δείκτη να βρίσκεται κοντά στα υψηλά έξι ετών τον Μάρτιο.
Οι traders νομισμάτων φαίνεται να αλλάζουν τα “στοιχήματά” τους, υπό το φως των βελτιωμένων προοπτικών στην Ευρωζώνη. Η απαισιοδοξία των traders σχετικά με τις προοπτικές του ευρώ έναντι του δολαρίου, βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριετίας, σύμφωνα με στοιχεία που έχει συλλέξει η αμερικανική Επιτροπή Προθεσμιακών Συναλλαγών σε Εμπορεύματα:
Αλλά και οι επενδυτές έχουν αρχίσει να συμπαθούν και πάλι τις ευρωπαϊκές μετοχές – ίσως συνειδητοποιούν πως ήταν υπερβολικά απαισιόδοξοι σε ό,τι έχει να κάνει με την Ευρώπη (και υπερβολικά αισιόδοξοι για τον Donald Trump και τα επονομαζόμενα μέτρα αναθέρμανσης της οικονομίας). Τους τελευταίους μήνες, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx Europe 600 έχει ξεπεράσει τον S&P 500 κατά ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 3%, από άποψη συνολικής απόδοσης.
Επομένως, τι χρειάζεται προκειμένου οι οικονομολόγοι να αναθεωρήσουν επί τα βελτίω τις προβλέψεις τους για την οικονομία της Ευρωζώνης το 2017 και το 2018; Θα βοηθούσε, εάν η Ευρωζώνη βγει αλώβητη από τον επόμενο εκλογικό κύκλο. Οι ισχυρές ενδείξεις του Σαββατοκύριακου από το CDU της Angela Merkel στις τοπικές εκλογές συνιστούν μία ακόμη διαβεβαίωση. Οι εκλογές της Γαλλίας που θα διεξαχθούν σε δύο στάδια, με τον πρώτο γύρο να είναι προγραμματισμένος για τις 23 Απριλίου και τον δεύτερο για τις 7 Μαΐου, εξακολουθούν να αποτελούν εμπόδιο. Αλλά λαμβάνοντας υπ’όψιν τις δημοσκοπήσεις που θέτουν το ποσοστό στήριξης προς τη Le Pen περίπου στο 40%, κάτω από τον Emmanuel Macron που εξασφαλίζει περίπου 60%, η υποχώρηση των ανησυχιών περί “Frexit” θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για μία νέα φάση αναθεωρήσεων.