Οι επενδυτές παγκοσμίως είναι απασχολημένες με τις εικασίες για τα σχέδια ελάττωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά ένα άλλο σκέλος στο πείραμά της που διήρκησε περισσότερο από δύο χρόνια με την αγορά ομολόγων αρχίζει να μαζεύει προσοχή.
Στο πλαίσιο της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ ξεκίνησε το Μάρτιο την επανεπένδυση όλων των χρημάτων του σε λήξη χρέους από το ισοζύγιο των 4,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ στην αγορά ομολόγων της ευρωζώνης. Αυτό θα επιταχυνθεί κατά τους επόμενους μήνες και χρόνια, καθώς μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου ομολόγων της κεντρικής τράπεζας θα ωριμάσει.
Αυτές οι ροές επανεπένδυσης θα φθάσουν τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ το επόμενο έτος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της τράπεζας Nordea, αφήνοντας την νομισματική αρχή ως ισχυρή παρουσία στις αγορές χρεογράφων της ευρωζώνης χρόνια μετά το επίσημο τέλος του προγράμματος QE. Αυτό θα επιβάλει όρια στις αποδόσεις των ομολόγων, ενώ το χαμηλό κόστος δανεισμού θα παραμείνει σημαντική πηγή στήριξης για την οικονομία, τις μετοχές και τους πιο επισφαλείς τύπους χρέους.
«Η επανεπένδυση είναι το σιωπηλό μέτρο ενίσχυσης που δεν πρέπει να υποτιμάται από τις αγορές», λέει ο Πιτ Κρίστιανσεν, υπεύθυνος στρατηγικής της Nordic.
Το σύστημα επανεπένδυσης της ΕΚΤ ακολουθεί τα βήματα των προγραμμάτων QE στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις του αμερικανικού και του βρετανικού ομολόγου παραμένουν χαμηλές. Μετά την ανάσχεση των αγορών QE τον Οκτώβριο του 2014, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ συνέχισε να επανεπενδύει τα έσοδα από το χρέος που ωριμάζει στον ισολογισμό της αξίας των 4,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και μόνο τώρα φαίνεται εν τέλει έτοιμη να σταματήσει αυτού του είδους τις αγορές.
Ωστόσο, για τους επενδυτές υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης και των ΗΠΑ σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει η ανακύκλωση των σε λήξη ομολόγων.
Το πιο εντυπωσιακό είναι η έλλειψη λεπτομέρειας από την ΕΚΤ σχετικά με το πού θα πάνε τα χρήματα. Επίσημα, η κεντρική τράπεζα έχει πει μόνο ότι η επανεπένδυση θα πραγματοποιηθεί με «ευέλικτο τρόπο». Αυτό σημαίνει ότι τα ομολογιακά δάνεια θα εξαργυρώνονται και θα επανεπενδύονται «κατά το μήνα που λήγουν ή κατά τους επόμενους μήνες εάν χρειαστεί».
Οι επενδυτές παραμένουν στο σκοτάδι για το αν τα έσοδα από τα εταιρικά ομόλογα θα καταταγούν στην ίδια κατηγορία στοιχείων ή θα μετατραπούν σε κρατικά ομόλογα. Επιπλέον, το αν τα σε λήξη γερμανικά κρατικά ομόλογα θα ανακυκλώνονται ξανά σε Bunds της ίδιας διάρκειας είναι επίσης ανοιχτό ερώτημα.
«Δεν έχουμε μεγάλη ακρίβεια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει την επανεπένδυση», λέει ο Λουί Αρώ, υπεύθυνος στρατηγικής για τα επιτόκια της Crédit Agricole. Αναμένει ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής της ευρωζώνης θα παραμείνουν φειδωλοί με τις λεπτομέρειες για να διατηρήσουν «αρκετή ευελιξία ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις οικονομικές συνθήκες» όπως επιθυμούν.
Μια συνέπεια της έλλειψης πληροφοριών είναι ότι το ζήτημα έχει ξεφύγει από το ραντάρ των επενδυτών ομολόγων που εμμένουν στην πιθανότητα η ΕΚΤ να σηματοδοτήσει περαιτέρω μείωση των μηνιαίων αγορών ομολόγων αργότερα αυτό φέτος, προσθέτει ο κ. Κρίστιανσεν της Nordea.
«Η αγορά πιθανότατα δεν έχει επίγνωση του βαθμού επανεπένδυσης που επέρχεται, ο οποίος θα είναι σημαντικός», λέει.
Κατά την πρώτη αποκάλυψη του προγράμματος επανεπένδυσης τον Δεκέμβριο του 2015, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι θα εξασφαλίσει ότι «οι συνθήκες άφθονης ρευστότητας και μεγάλης πλεονάζουσας ρευστότητας θα συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Έτσι, οι ροές ομολόγων σε λήξη αποσκοπούν στη διατήρηση των νομισματικών συνθηκών στην ευρωζώνη, ακόμη και όταν η ΕΚΤ αρχίσει να μειώνει τον ρυθμό των καθαρών αγορών της. Αφού τον έχει ήδη μειώσει από 80 δισεκατομμύρια ευρώ σε 60 δισεκατομμύρια τον μήνα τον Απρίλιο, οι αγορές αναμένουν μια επίσημη ανακοίνωση μείωσης που θα ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους.
Αντίθετα, οι ροές επανεπένδυσης θα κορυφωθούν στα 212 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019 και στη συνέχεια ξανά το 2023, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Crédit Agricole. Στο σημείο αυτό, οι αγορές αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα έχει εισέλθει σε ένα κύκλο σύσφιξης των επιτοκίων, μετά την εξάντληση των καθαρών αγορών ομολόγων μέχρι τα τέλη του 2018.
Για τους επενδυτές που θέλουν να γνωρίζουν ποια περιουσιακά στοιχεία της ευρωζώνης θα επωφεληθούν περισσότερο από αυτήν την πολυετή ενίσχυση, υπάρχουν ενδείξεις.
Η ΕΚΤ είναι πιθανό να τηρήσει τους κανόνες του «κεφαλαιακού κλειδιού» της, όπου η αναλογία του αγορασθέντος κρατικού χρέους είναι σύμφωνη με το μέγεθος της οικονομίας του κράτους μέλους, αναφέρουν οι αναλυτές. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία θα εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μερίδιο των ροών επανεπένδυσης, με περίπου το ένα τρίτο του συνόλου. Η Nordea τοποθετεί τα ανακυκλωμένα μετρητά σε Bunds στα 42 δισεκατομμύρια ευρώ το 2018.
«Οι χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, θα ωφεληθούν δυσανάλογα, μειώνοντας την επίδραση της ελάττωσης», λέει ο Κιμ Λιου της ABN Amro.
Ο κ. Λιου αναμένει μια αρχική αύξηση των αποδόσεων του Bund κοντά στην επίσημη ανακοίνωση της ΕΚΤ, μόνο για να χαλαρώσουν ξανά το 2018. Τα σχέδια επανεπένδυσης θα προσκρούσουν επίσης γρήγορα στους περιορισμούς στην προσφορά, λένε οι αναλυτές στρατηγικής, καθώς η κεντρική τράπεζα πασχίζει να αγοράσει υψηλής ποιότητας περιουσιακά στοιχεία σε ήδη χαμηλή προμήθεια.
Ο κ. Αρώ εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα κατέχει το ένα τρίτο του συνόλου των εκκρεμών γερμανικών ομολόγων στον ισολογισμό της μέχρι το τέλος του προγράμματος QE το 2018 – φτάνοντας το αυτοεπιβαλλόμενο όριο του 33% για κάθε εκδότη.
«Η χαμηλή προσφορά ήδη έχει χτυπήσει. Η ΕΚΤ θα δυσκολευτεί να συνεχίσει να επενδύει εντός αυτών των περιορισμών» λέει ο κ. Αρώ.
Αυτό θα μπορούσε να αναγκάσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αγοράσουν χρέη που εκδίδονται από υπερεθνικά ιδρύματα, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης ή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Όποια και αν είναι η τροχιά, οι επενδυτές θα κάνουν καλά να λάβουν σοβαρά υπόψη τις διαβεβαιώσεις του κ. Ντράγκι ότι η έξοδος από την εποχή των μέτρων ενίσχυσης έκτακτης ανάγκης θα είναι σταθερή και σταδιακή. Όπως φαίνεται και στις ΗΠΑ, η νομισματική ενίσχυση στην ευρωζώνη θα αντηχούν στις αγορές πολύ μετά το επίσημο τέλος του QE.