Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει περάσει μεγάλο μέρος αυτής της δεκαετίας προσπαθώντας να πείσει τις αγορές ότι το ευρώ είναι μη αναστρέψιμο.
Ως εκ τούτου, είναι κάπως ειρωνικό το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής στη Φραγκφούρτη ενδέχεται να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της ξαφνικής επιστροφής της εμπιστοσύνης στο ενιαίο νόμισμα.
Οι επενδυτές που συρρέουν στο ευρώ το έφεραν πάνω από τα 1,20 δολάρια, προκαλώντας άνοδο 14% από την αρχή του έτους. Ο κίνδυνος είναι ότι, καθιστώντας τις εισαγωγές φθηνότερες, ένα ισχυρότερο ενιαίο νόμισμα θα κάνει πιο δύσκολο για την ΕΚΤ να επιτύχει τον στόχο της για τον πληθωρισμό, υπονομεύοντας τα σχέδια της κεντρικής τράπεζας για ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αναγνώρισε αυτόν τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου του την Πέμπτη, όταν δήλωσε ότι η «μεταβλητότητα» της συναλλαγματικής ισοτιμίας «αντιπροσωπεύει πηγή αβεβαιότητας». Ωστόσο, είχε δίκιο να μην προχωρήσει περισσότερο. Η κεντρική τράπεζα στοχεύει στον πληθωρισμό, όχι στη συναλλαγματική ισοτιμία. Η εμμονή για το επίπεδο του ευρώ δείχνει αδυναμία κατανόησης ότι η ισχύς του νομίσματος μπορεί να έχει διαφορετικές αιτίες – μερικές από τις οποίες είναι λιγότερο ανησυχητικές από άλλες.
Η πρόσφατη ανατίμηση του ευρώ είναι αποτέλεσμα δύο θετικών εξελίξεων. Η πρώτη είναι η απότομη μείωση του κινδύνου διάλυσης του ενιαίου νομίσματος, μετά την ήττα των ευρωσκεπτικιστών υποψηφίων στις ολλανδικές και γαλλικές εκλογές στις αρχές του τρέχοντος έτους. Η δεύτερη είναι μια απροσδόκητη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της ευρωζώνης. Η ΕΚΤ χθες αύξησε τις προβλέψεις της ανάπτυξης σε 2,2% φέτος. Και οι δύο αυτοί παράγοντες καθιστούν τους επενδυτές πιο πρόθυμους να κρατήσουν περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα σε ευρώ, συμβάλλοντας στη δύναμη του νομίσματος.
Θα ήταν πολύ κοντόφθαλμο εκ μέρους της ΕΚΤ να αντιδράσει σε αυτήν την ανατίμηση, εγκαταλείποντας τα σχέδιά της για σταδιακή έξοδο από το QE. Η συναλλαγματική ισοτιμία είναι μόνο ένα στοιχείο στη σύνθεση του πληθωρισμού, που είναι αυτό που πρέπει ταλικά να ενδιαφέρει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Στον βαθμό που ένα ισχυρότερο ευρώ σηματοδοτεί ισχυρή εγχώρια ζήτηση, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής πρέπει να έχουν τον νου τους για την επιστροφή της πληθωριστικής πίεσης.
Η ΕΚΤ πρέπει επίσης να είναι προσεκτική όσον αφορά τον ρόλο της στη διεθνή οικονομία. Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνουν οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής είναι να διατηρήσουν το ευρώ τεχνητά χαμηλό ενώ η οικονομία επεκτείνεται. Η πρόσφατη ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου μας λέει ότι οι επενδυτές γίνονται όλο και πιο σίγουροι για την προοπτική της οικονομίας της ζώνης του ευρώ έναντι των ΗΠΑ. Είναι σωστό οι ΗΠΑ να απολαμβάνουν τα οφέλη από ένα φθηνότερο νόμισμα – μεταξύ άλλων πιο ανταγωνιστικές εξαγωγές.
Επομένως, η ΕΚΤ πρέπει να επικεντρωθεί μόνο στον πληθωρισμό. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν λόγοι να ανησυχεί για αυτόν. Η κεντρική τράπεζα μείωσε τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό την Πέμπτη, δείχνοντας ότι οι πιέσεις των τιμών παραμένουν μακριά από το στόχο της, λίγο κάτω από το 2%. Αυτό απαιτεί συντηρητικότητα στην απομάκρυνση των νομισματικών κινήτρων.
Ωστόσο, εάν υπάρχει κάτι που πρέπει να ανησυχεί τον Ντράγκι και τους συναδέλφους του, δεν είναι το ευρώ, αλλά η ικανότητά τους να αντιδρούν στις εξασθενημένες πιέσεις των τιμών. Η κεντρική τράπεζα λειτουργεί κάτω από μια αυτο-επιβεβλημένη σειρά περιορισμών σχετικά με το πόσα κρατικά ομόλογα κάθε χώρας της ζώνης του ευρώ μπορεί να αγοράσει. Ορισμένα από αυτά τα όρια – για παράδειγμα το ανώτατο όριο για το πόσα γερμανικά ομόλογα μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ – θα αρχίσουν να γίνονται αισθητά κάποια στιγμή το επόμενο έτος. Η εξασφάλιση επαρκούς ευελιξίας στη διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής είναι πιο σημαντική από την ανησυχία για μια ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία.